ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
Αθήνα, 15 Δεκεμβρίου 2011
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Ομιλία Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, Χρήστου Παπουτσή, στην Ολομέλεια της Βουλής, επί της αρχής, των άρθρων και του συνόλου του σχεδίου νόμου: «Προσαρμογή στις διατάξεις της οδηγίας 2009/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2009 για τον καθορισμό των θεμελιωδών αρχών που διέπουν τη διερεύνηση των ατυχημάτων στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/35/ΕΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2002/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Ενσωμάτωση ρυθμίσεων, μέτρα εφαρμογής και άλλες διατάξεις»
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Καταρχάς, επιτρέψτε μου να ευχαριστήσω όλους τους εισηγητές οι οποίοι έλαβαν το λόγο κατά τη διαδικασία παρουσίασης του σχεδίου νόμου και συνεργάστηκαν απολύτως κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων των κοινοβουλευτικών επιτροπών αλλά και σήμερα στην Ολομέλεια, προκειμένου με εποικοδομητικό τρόπο να οριστικοποιήσουμε το Σχέδιο Νόμου το οποίο σήμερα θα εγκρίνουμε.
Πιστεύω πως όλοι αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα της νομοθετικής αυτής πρωτοβουλίας του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, καθώς πρόκειται για Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία άπτεται πρωτίστως της προστασίας της ανθρώπινης ζωής των εργαζομένων στη Ναυτιλία και της εν γένει προστασίας της ναυτικής δραστηριότητας. Υπάρχουν όμως ορισμένα σημεία στα οποία πρέπει να σταθώ προκειμένου να μη μείνει καμία απολύτως αμφιβολία στους συναδέλφους για τους σκοπούς που εξυπηρετεί το νομοσχέδιο και τους λόγους που μας οδήγησαν σε συγκεκριμένες επιλογές.
Πρώτον, όσον αφορά στο ερώτημα γιατί η Ελληνική Υπηρεσία Διερεύνησης Ναυτικών Ατυχημάτων υπάγεται στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη:
Η απάντηση βρίσκεται στο άρθρο 2 του νόμου 3922/2011, όπου περιγράφονται ρητά οι αρμοδιότητες του Αρχηγείου Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής.
Σε αυτές περιλαμβάνονται «η συλλογή στοιχείων και πληροφοριών όπως επίσης και η λήψη μέτρων για την αποφυγή συγκρούσεων στη θάλασσα, η διερεύνηση των ναυτικών ατυχημάτων και ο εν γένει έλεγχος εφαρμογής των όρων ασφαλούς ναυσιπλοΐας, καθώς και η παρακολούθηση των διεθνών εξελίξεων σε θέματα νομοθεσίας».
Έχοντας υπόψη αυτές τις προβλέψεις συνάγεται ότι ο αρμόδιος φορέας εξ αντικειμένου και αρμοδιοτήτων υπό τον οποίο δύναται να συσταθεί η Ελληνική Υπηρεσία Διερεύνησης Ναυτικών Ατυχημάτων, δεν μπορεί να είναι άλλος από το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη.
Όσον αφορά τώρα στην ουσία του προτεινόμενου νομοσχεδίου, κατά την μεταφορά στο εθνικό δίκαιο της Οδηγίας 2009/18 και την κατάρτιση του νομοσχεδίου ελήφθησαν υπόψη όλες οι παράμετροι οι οποίες θα οδηγούσαν στην θέσπιση ενός πετυχημένου μοντέλου διοικητικής δομής, με προσαρμογή στις σύγχρονες απαιτήσεις των τεχνικών διερευνήσεων ναυτικών ατυχημάτων, σύμφωνα με τις «καλές πρακτικές» των άλλων Κρατών-Μελών της Ε.Ε. Εκ παραλλήλου, ήταν αυτονόητο ότι λόγω των οικονομικών συνθηκών κινηθήκαμε αναγκαστικά στον άξονα περιορισμού πρόσθετων δημοσιονομικών δαπανών.
Στην κατεύθυνση αυτή ενσωματώθηκαν οι προβλέψεις του κοινοτικού κεκτημένου όπως περιγράφεται στο κείμενο της οδηγίας και υιοθετήθηκε μια σειρά εθνικών ρυθμίσεων έτσι ώστε να επιτευχθεί το μέγιστο επιθυμητό αποτέλεσμα και η νέα Υπηρεσία να καταστεί μία εκ των υποδειγματικών λειτουργικά Υπηρεσιών, η οποία μόνο θετικά αποτελέσματα αναμένεται να αποφέρει στη Δημόσια Διοίκηση γενικότερα.
Επιπρόσθετα, σημειώνεται ότι για την εφαρμογή του σχεδίου νόμου προβλέπεται ο ανά πενταετία έλεγχος εφαρμογής και συμμόρφωσης προς την Οδηγία από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μέσω της EMSA και η υποβολή εκθέσεως προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Κατά συνέπεια, η σύσταση και η σωστή λειτουργία της αποτελεί μονόδρομο για τη χώρα μας.
Σχετικά με τη στελέχωση της νέας Υπηρεσίας οφείλω να σταθώ στα εξής:
Πρώτον, η Οδηγία καθορίζει με σαφήνεια την υποχρέωση σύστασης «μόνιμου» φορέα με μόνιμο προσωπικό.
Σημειώνεται ότι η μη ύπαρξη μόνιμων οργανισμών με ανάλογο μόνιμο προσωπικό από τα Κράτη μέλη και οι ad hoc ορισμοί εμπειρογνωμόνων αποτελούσε ένα από τα προβλήματα των τεχνικών διερευνήσεων στα Ευρωπαϊκά Κράτη με αποτέλεσμα την πραγματοποίηση διαφορετικών ή ελλιπών διερευνήσεων.
Δεύτερον, υιοθετήσαμε ένα ευέλικτο μοντέλο με μικρή ιεραρχική δομή με σκοπό την άμεση λήψη αποφάσεων και προβλέπουμε στελέχωση με εξειδικευμένο προσωπικό του στενού Δημόσιου Τομέα.
Έτσι απαντώ στον Πρόεδρο , κ. Κακλαμάνη προκειμένου να εξηγήσω ότι δεν πρόκειται περί καμίας νέας πρόσληψης, αλλά περί προσωπικού που από το στενό Δημόσιο Τομέα θα στελεχώσει αυτήν την υπηρεσία.
Μιλάμε για προσωπικό το οποίο θα προέρχεται κυρίως από το Λιμενικό Σώμα και από το Πολεμικό Ναυτικό, ενώ η στέγαση της Υπηρεσίας θα γίνει στο Αρχηγείο του Λιμενικού Σώματος –Ελληνικής Ακτοφυλακής στο κτίριο της Ακτής Βασιλειάδη. Όλα αυτά επιτυγχάνουν, αφ’ ενός την αποτελεσματική λειτουργία της νέας Υπηρεσίας και αφ’ ετέρου την εξασφάλιση του χαμηλότερου δυνατού λειτουργικού κόστους. Συνεπώς, η κριτική περί πολυτελών δομών που ακούστηκε, σε καμία περίπτωση δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Τρίτον, η επιλογή Προϊστάμενου με ευρύτητα γνώσεων εκ των μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με βαθμό τουλάχιστον Νομικού Συμβούλου, έγινε και αυτή προς εξασφάλιση της αμεροληψίας από τη μία μεριά και της ανεξαρτησίας της Υπηρεσίας και από την άλλη την αποφυγή τυπικής και ουσιαστικής διασύνδεσης της Υπηρεσίας με την ηγεσία του φορέα στον οποίο υπάγεται και βεβαίως ταυτόχρονα λόγω ακριβώς της δημοσιονομικής στενότητας και την αποφυγή επιπλέον κόστους.
Σ υναφώς, διασφαλίζεται ότι οι συστάσεις ασφαλείας και οι προτάσεις για την βελτίωση του νομοθετικού πλαισίου για την ασφάλεια των πλοίων θα λαμβάνονται δεόντως υπόψη από τους παραλήπτες που είναι οι πλοιοκτήτες, οι νηογνώμονες, οι ασφαλιστικοί οργανισμοί, οι φορτωτές όπως επίσης και τα Κράτη Σημαίας ή ο Διεθνής Ναυτιλιακός Οργανισμός.
Σημειώνεται ότι κατά την διαβούλευση της Οδηγίας η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε, αλλά το προβλέπει εξάλλου και η ίδια η Οδηγία, ότι ο νέος φορέας πρέπει να συσταθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην υφίσταται ιεραρχική – υπαλληλική σχέση τουλάχιστον του προϊσταμένου, χωρίς όμως να απορρίπτει την ύπαρξη και τη λειτουργία της εντός του διοικητικού φορέα δηλαδή του Υπουργείου.
Προκειμένου λοιπόν να αποφευχθούν οιασδήποτε μορφής παρεμβάσεις προς τα στελέχη της ΕΛΥΔΝΑ σε ό,τι αφορά την εκτέλεση του έργου τους, κρίθηκε σκόπιμο να ακολουθηθεί το ανάλογο πετυχημένο μοντέλο με αυτό των Ανακριτικών Συμβουλίων των Ναυτικών Ατυχημάτων, στα οποία προΐσταται δικαστικός λειτουργός.
Εξυπακούεται ότι η στελέχωση της νέας Υπηρεσίας, θα πραγματοποιείται με διερευνητές που έχουν προσόντα και εμπειρία, τόσο σε θεωρητικό πεδίο σπουδών και μετεκπαίδευσης, όσο και σε πρακτικό επίπεδο άσκησης των καθηκόντων τους.
Η πρόβλεψη για αυτά δεν ήταν μια έμπνευση των υπηρεσιών που συνέταξαν το νομοσχέδιο αλλά βασίζεται στο ψήφισμα Α.996 της 25ης Γενικής Συνέλευσης του ΙΜΟ και περιλαμβάνουν Κανόνες Ναυσιπλοΐας και Αποφυγής Συγκρούσεων, Κανονισμούς του Κράτους σημαίας, Τεχνικές συνεντεύξεων, Αίτια θαλάσσιας ρύπανσης, Συλλογή στοιχείων και Αποτίμηση των επιπτώσεων του ανθρώπινου παράγοντα.
Σημειώνω εδώ ότι ήδη υπάρχουν στελέχη στο Λιμενικό Σώμα, αν θυμάμαι καλά 4, που έχουν τέτοια εκπαίδευση και θα αξιοποιηθούν άμεσα με τη σύσταση της νέας Υπηρεσίας.
Τέλος, σχετικά με την κριτική περί της δαπανηρής λειτουργίας της Υπηρεσίας, πέραν των όσων ήδη ανέφερα, προβλέπεται και η επιστροφή των εξόδων των διερευνήσεων σε περιπτώσεις καταλογισμού ευθυνών στον πλοιοκτήτη ή τον πλοίαρχο μετά την ολοκλήρωση της δικαστικής διαδικασίας, καθώς και είσπραξη παραβόλου λόγω της αναμενόμενης ανταποδοτικότητας του παραγόμενου έργου της Υπηρεσίας.
Σε ό,τι αφορά δε το αίτημα κάποιων συναδέλφων να διευρυνθεί η σύνθεση των συμμετεχόντων στη διερεύνηση, επισημαίνω ότι σύμφωνα με τη παρ. 5 του άρθ. 26 του σχεδίου νόμου και όταν απαιτηθούν επιπλέον τεχνικές γνώσεις εμπειρογνωμόνων, τότε δίνεται η δυνατότητα στην Υπηρεσία να απευθύνεται σε τεχνικούς σύμβουλους του Δημοσίου (π.χ σε στελέχη του Π.Σ για τις περιπτώσεις πυρκαγιών) ή και σε ιδιωτικούς φορείς ή σε Πανεπιστημιακά Ιδρύματα είτε του εσωτερικού είτε του εξωτερικού.
Έρχομαι τώρα στο ερώτημα γιατί αυτή η Υπηρεσία είναι υψίστης σημασίας για την Ελλάδα.
Η απάντηση βρίσκεται στις στατιστικές και δυστυχώς και λέω δυστυχώς, γιατί εδώ επιβεβαιώνουμε μια δυστυχή εξέλιξη, δεν επιδέχεται αμφισβητήσεων. Για το 2008 σημειώθηκαν 33 ναυτικά ατυχήματα σε πλοία άνω των 100 κοχ (κόροι ολικής χωρητικότητας) και 45 σε πλοία κάτω των 100 κοχ. Συνολικά δηλαδή 78 ναυτικά ατυχήματα εκ των οποίων τα 12 πολύ σοβαρά.
Για το έτος 2009, σημειώθηκαν 32 ναυτικά ατυχήματα σε πλοία άνω των 100 κοχ και 53 σε πλοία κάτω των 100 κοχ. Συνολικά δηλαδή 85 ναυτικά ατυχήματα εκ των οποίων τα 10 πολύ σοβαρά.
Για το έτος 2010, σημειώθηκαν 30 ναυτικά ατυχήματα σε πλοία άνω των 100 κοχ (κόροι ολικής χωρητικότητας) και 59 σε πλοία κάτω των 100 κοχ. Συνολικά δηλαδή 80 ναυτικά ατυχήματα, εκ των οποίων τα 13 πολύ σοβαρά.
Όλα τα ανωτέρω ατυχήματα αποτελούν περιπτώσεις τις οποίες η νέα Υπηρεσία θα διερευνούσε ως κύριο Κράτος, δηλαδή Κράτος σημαίας.
Σήμερα το πρωί, μάλιστα την ώρα που συζητούσαμε εδώ στη Βουλή ένα αντίστοιχο ατύχημα συνέβη έξω από τις Φιλιππίνες. Εάν υπήρχε υπηρεσία θα μπορούσε κάλλιστα, επειδή ακριβώς το πλοίο είναι ελληνικής σημαίας, να επιληφθεί του θέματος, που αφορούσε ένα ατύχημα εις βάρος της ζωής ενός ναυτικού.
Επιπλέον, αναμένεται αύξηση του αριθμού των συμβάντων τα οποία θα εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιοτήτων της νέας Υπηρεσίας, καθώς το πεδίο εφαρμογής του σχεδίου νόμου διευρύνεται και σε ναυτικά ατυχήματα πλοίων υπό ξένη σημαία που συμβαίνουν στην περιοχή Έρευνας & Διάσωσης της Χώρας μας, αλλά και σε πλοία υπό ξένη σημαία στα οποία εργάζονται ή επιβαίνουν Έλληνες υπήκοοι.
Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να συνυπολογιστούν και ναυτικά ατυχήματα στα οποία η ΕΛΥΔΝΑ, θα συμμετέχει ως ουσιαστικά ενδιαφερόμενο κράτος και τα ναυτικά ατυχήματα για τα οποία το ελληνικό κράτος έχει ουσιαστικά συμφέροντα.
Εδώ, οφείλω να αναφέρω, ότι ειδικά για τη χώρα μας, σύμφωνα με μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που στηρίχθηκε σε συνδυασμό στατιστικών στοιχείων ναυτικών ατυχημάτων και μεγέθους εμπορικών στόλων, για την Ελληνική Υπηρεσία Διερεύνησης προτείνεται η μέγιστη στελέχωση με 12 έως 18 διερευνητές.
Θα ήθελα τέλος, να επαναλάβω τη διευκρίνηση που έκανα και στην αρμόδια Επιτροπή προς αποφυγή παρεξηγήσεων σχετικά με τη δεσμευτικότητα του πορίσματος της νέας Υπηρεσίας προς τις δικαστικές αρχές. Κανένα τέτοιο θέμα δεν υφίσταται.
Η Δικαιοσύνη λειτουργεί με ανεξαρτησία και ο εκάστοτε φυσικός δικαστής κρίνει ελεύθερα τα όποια πορίσματα τίθενται υπ’όψιν του.
Ωστόσο, όπως είναι αναμενόμενο, τα πορίσματα της νέας Υπηρεσίας θα έχουν προστιθέμενη αξία στο έργο της Δικαιοσύνης, αφού θα προσφέρουν μία τεχνικά άρτια αξιολόγηση των συγκεκριμένων περιστατικών. Αλλά ούτε υπαιτιότητα θα εξετάζουν, ούτε ευθύνες θα επιρρίπτουν, ούτε και παράγουν έννομες συνέπειες.
Κάτι τέτοιο, όπως γνωρίζει και ο κ. Παυλόπουλος, ο οποίος επιμελώς στέκεται στο συγκεκριμένο ζήτημα, θα μπορούσε να είναι αντικείμενο τεχνικής πραγματογνωμοσύνης, αλλά όχι των εκθέσεων της νέας Υπηρεσίας.
Αντιλαμβάνομαι το επιχείρημα του κ. Παυλόπουλου ότι ένα τεχνικό πόρισμα βεβαίως θα μπορούσε να αξιολογηθεί στην περίπτωση που ήταν τα συμπεράσματά τους από τη δικαστική απόφαση. Οφείλω όμως, να σας υπενθυμίσω ότι σύμφωνα με το Σχέδιο Νόμου το πόρισμα πρέπει να εκδοθεί το αργότερο μέσα σε ένα χρόνο. Το τεχνικό πόρισμα, και όπως γνωρίζετε άριστα από τη λειτουργία της δικαιοσύνης, είναι σχεδόν αδύνατο να έχουμε τελεσιδικίσει μια υπόθεση τέτοιου είδους σε ένα χρόνο, σε κάθε περίπτωση το πόρισμα της ΕΛΥΔΝΑ, θα ληφθεί υπόψη από τη δικαιοσύνη στο βαθμό που το επιλέξουν οι δικαστές.
Ως εκ τούτου, η πρόταση του κ. Παυλόπουλου να προβλεφθεί δεύτερος βαθμός ή διαδικασία αναψηλάφησης σε περίπτωση που η απόφαση της Δικαιοσύνης έρχεται σε αντίθεση με το πόρισμα της Υπηρεσίας, πιστεύω ότι όχι μόνο δεν είναι αναγκαίο, αλλά θα ήταν και μια παρέμβαση στο έργο της Δικαιοσύνης. Αλλά σε κάθε περίπτωση ούτως ή άλλως θα μπορούσε να εκτιμηθεί και να αξιολογηθεί με την ευκαιρία μιας άλλης νομοθετικής πρωτοβουλίας. Θέλω επίσης, να επισημάνω, ότι όπως παρατηρήσατε από τη Δήλωση που κατέθεσα σήμερα το πρωί, πολλές από τις παρατηρήσεις και των συναδέλφων και της επιστημονικής υπηρεσίας της Βουλής, έγιναν δεκτές και ενσωματώθηκαν στο Σχέδιο Νόμου.
Όμως, θέλω να υπενθυμίσω ότι το νομοσχέδιο αυτό δεν είναι απλά υποχρέωση της χώρας μας απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά αποτελεί ταυτόχρονα ένα σημαντικό βήμα που ενισχύει την ελληνική σημαία στο παγκόσμιο ναυτιλιακό στερέωμα.
Η ελληνική σημαία παραμένει πρωτοπόρος, αλλά για να ενισχυθεί και για να συνεχίσει να βρίσκεται στην κορυφή χρειάζεται το ελληνικό κράτος να μην εφησυχάζει. Η παρούσα νομοθετική πρωτοβουλία του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη αναβαθμίζει την ελληνική σημαία και την περιβάλει με το πλέον, σύγχρονο νομοθετικό πλαίσιο σε επίπεδο πρόληψης ναυτικών ατυχημάτων.
Η επόμενη νομοθετική πρωτοβουλία του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, η οποία αφορά την αντιμετώπιση των περιστατικών πειρατείας, θα είναι και αυτή μια επιπλέον συμβολή στην ενίσχυση της ελληνικής σημαίας και του πλαισίου μέσα στο οποίο οργανώνουμε την υποστήριξη της Εμπορικής Ναυτιλίας.
Έρχομαι τώρα στις άλλες διατάξεις και κυρίως στις 2 που απασχόλησαν κατά κόρον τους συναδέλφους. Πρώτα από όλα, όσον αφορά στη διάταξη για τις προσλήψεις στην ΕΥΠ. Είναι η πρώτη φορά που εισάγεται σύστημα μοριοδότησης και που εξασφαλίζεται η διαφάνεια στη διαδικασία αυτή και η αξιοκρατία.
Υπενθυμίζω ότι το προσωπικό της ΕΥΠ, είναι πολιτικό προσωπικό και θα έπρεπε εδώ και χρόνια, παρά το γεγονός ότι η ΕΥΠ εξαιρείται των διαδικασιών του ΑΣΕΠ, να έχει βρεθεί ένα σύστημα που θα εξασφάλιζε ένα minimum διαφάνειας και αξιοκρατίας, καθώς και την παρακολούθηση των διαγωνισμών από το ίδιο το ΑΣΕΠ. Γι’ αυτό εισάγουμε και στην ΕΥΠ το θεσμό της τριμελούς επιτροπής όπου συμμετέχει ένα μέλος του ΑΣΕΠ, ο Νομικός Σύμβουλος του Κράτους και ένας Διευθυντής της ΕΥΠ, ο οποίος μάλιστα, θα ορίζεται μετά από κλήρωση ανάμεσα στους διευθυντές.
Σχετικά, όμως, με το θέμα που απασχόλησε περισσότερο τους συναδέλφους, δηλαδή πόσο χρόνο θα πρέπει να έχει κανείς την ελληνική ιθαγένεια προτού αποκτήσει δικαίωμα πρόσληψης, υπάρχουν και τα εξής δεδομένα. Κατ’αρχάς, η ΕΥΠ χρειάζεται, και πάντα ίσχυε αυτό, να έχει τη δυνατότητα να προσλαμβάνει και άτομα που δεν είναι εκ γενετής ‘Έλληνες πολίτες. Αυτό πράττουν και πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γαλλία και η Γερμανία, που δεν έχουν κανέναν περιορισμό στο θέμα του χρόνου κτήσης της ιθαγένειας.
Από την άλλη πλευρά, πράγματι ο χρόνος νόμιμης παραμονής που απαιτείται για να λάβει κανείς την ελληνική ιθαγένεια μειώθηκε από τα 10 χρόνια που ήταν στα 5 χρόνια. Χρειάστηκε, λοιπόν, εδώ να βρεθεί μία τομή που να ικανοποιεί αφ’ ενός τις ανάγκες της υπηρεσίας, αφ’ ετέρου όμως να θέτει ορισμένες δικλίδες ασφαλείας. Γι’ αυτό, και κατόπιν της συζήτησης που είχαμε και στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή, προχωρήσαμε στην αύξηση του απαιτούμενου χρόνου από 1 σε πέντε έτη. Το οποίο όμως, πρακτικά σημαίνει ότι ουσιαστικά θα χρειάζεται πάνω από 11 χρόνια τελικά για να μπορεί να έχει κάποιος πραγματικά το δικαίωμα για να συμμετάσχει στις διαδικασίες πρόσληψης για την ΕΥΠ.
Τέλος, σχετικά τώρα με τη διάταξη του άρθρου 28 παράγραφος 8, επιτρέψτε μου να επαναλάβω την κρισιμότητα της κατάστασης στην οποία βρίσκεται η χώρα μας. Η Ελλάδα βρίσκεται υπό επιτήρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μην το ξεχνάμε αυτό. Βρίσκεται υπό επιτήρηση από τους διεθνείς οργανισμούς όχι μόνο για την οικονομία. Βρίσκεται υπό επιτήρηση για τον τρόπο με τον οποίο διαχειριζόμαστε τα εντεινόμενα φαινόμενα της παράνομης μετανάστευσης και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τους παράνομους μετανάστες οι οποίοι ζητούν άσυλο.
Και βρίσκεται υπό επιτήρηση η χώρα μας, διότι εδώ και χρόνια δεν είμαστε συνεπείς στις υποχρεώσεις μας ως προς την αντιμετώπιση αυτών των φαινομένων. Δεν είμαστε συνεπείς όσον αφορά τις υποχρεώσεις μας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και το νομικό πλαίσιο το οποίο διαμορφώθηκε σε Ευρωπαϊκό επίπεδο. Διότι, εδώ και χρόνια, με ευθύνη όλων των κυβερνήσεων δεν έχει κάνει κανείς τίποτα για να φτιάξει διοικητικές δομές και υποδομές που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν τη μεταναστευτική πολιτική της χώρας. Θέλω να τονίσω εδώ, ότι τον τελευταίο χρόνο στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, δίνουμε στην κυριολεξία έναν αγώνα δρόμου ο οποίος ξεκίνησε από το σημείο μηδέν. Ξεκίνησε, δηλαδή, από τη δημιουργία νομοθετικού πλαισίου, το οποίο περιλαμβάνει ένα Προεδρικό Διάταγμα και τρεις νόμους σχετικά με την πολιτική ασύλου και τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών. Όπως γνωρίζετε, αυτή η νομοθετική εργασία εξαρτάται από ανελαστικά χρονοδιαγράμματα, καθώς υπάρχουν διαδικασίες και προθεσμίες που προβλέπονται από το Σύνταγμα και οι νόμοι που σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να συντμηθούν.
Έτσι, με την ταχύτερη δυνατή προώθηση σχεδίου νόμου, από τη στιγμή που είναι έτοιμο για παρουσίαση στο υπουργικό συμβούλιο μέχρι τη δημοσίευση του νόμου στο ΦΕΚ απαιτούνται τουλάχιστον δεκατέσσερις εβδομάδες (υπουργικά συμβούλια, δημόσια διαβούλευση, ΚΕΝΕ, Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, συναρμόδια υπουργεία, διαδικασία στη Βουλή, ΦΕΚ).
Θα ήθελα δε να λάβετε, υπόψη ότι το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη για λόγους που άπτονται της τρέχουσας δημοσιονομικής συγκυρίας, συντάσσει τα νομοσχέδια αυτά χωρίς τη λειτουργία νομοπαρασκευαστικών επιτροπών. Επιτρέψτε μου σε αυτό το σημείο, να συγχαρώ και να ευχαριστήσω τα στελέχη τόσο της Ελληνικής Αστυνομίας, όσο και του Λιμενικού Σώματος-Ελληνικής Ακτοφυλακής οι οποίοι έχουν ξεπεράσει εαυτόν και πράγματι ανταποκρίνονται επαρκέστατα στη νομοπαρασκευή των σχεδίων νόμων. Πέραν αυτών, είναι προφανές ότι τα προβλήματα στελέχωσης των υπηρεσιών είναι τεράστια, με δεδομένο ότι δεν μπορούμε να κάνουμε προσλήψεις και είμαστε υποχρεωμένοι με συνεχείς προσκλήσεις ενδιαφέροντος να αναζητούμε προσωπικό με αποσπάσεις.
Αυτή η πραγματικότητα, ζοφερή για εμάς που τη ζούμε, είναι η πραγματικότητα που μας αναγκάζει να φέρουμε αυτή τη διάταξη, για την οποία άκουσα και ορισμένες κρίσεις ή ορισμένες αμφισβητήσεις. Γιατί είναι αδιανόητο να πει το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη πρώτα απ’ όλα στην ελληνική κοινωνία ότι θα περιμένει ένα ή ενάμιση χρόνο ακόμη, να ευδοκιμήσουν οι διαγωνιστικές διαδικασίες και να ξεκινήσουν μετά οι εργασίες και κατόπιν να λειτουργήσουν τα Κέντρα Πρώτης Υποδοχής μεταναστών. Την ίδια στιγμή, δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτό το επιχείρημα και κανείς, καμία κυβέρνηση, δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει αυτό το επιχείρημα απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία χρηματοδοτεί και απαιτεί άμεσα αποτελέσματα όσον αφορά στη δημιουργία Κέντρων Πρώτης Υποδοχής. Και είναι δυο φορές αδιανόητο, επίσης, να γίνεται αυτό τη στιγμή που υπάρχουν ήδη από εποχής προηγούμενων κυβερνήσεων 10 κέντρα τα οποία κατασκευάστηκαν, εγκαινιάστηκαν, αλλά δεν λειτούργησαν ποτέ. Λόγω ακριβώς των αντιστάσεων των τοπικών κοινωνιών.
Γι’ αυτό, φέραμε αυτή τη διάταξη που όλως εξαιρετικά θα ισχύσει και θα έχει πολύ περιορισμένη διάρκεια. Ισχύει μόνο για ένα έτος και για να μην υπάρχουν περιθώρια αμφισβήτησης αφαιρέσαμε το δεύτερο εδάφιο που προέβλεπε δυνατότητα εξάμηνης παράτασης.
Ακόμη, περιορίσαμε και τη συχνότητα που μπορεί να γίνει προσφυγή στην εξαιρετική αυτή διαδικασία σε μία μόνο φορά για κάθε αντικείμενο.
Συνεπώς, κατανοώ μεν τις ενστάσεις και τις επιφυλάξεις των συναδέλφων, αλλά πρέπει όλοι μας να κατανοήσουμε, ότι η διάταξη αυτή εξυπηρετεί ένα θέμα μείζονος εθνικής σημασίας και είναι απολύτως ευθυγραμμισμένη με τις απαιτήσεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κι αυτό διότι θα ισχύει όλως κατ’ εξαίρεση, για λόγους κατεπείγοντος και μέχρι να ευδοκιμήσουν οι συμβατικές διαγωνιστικές διαδικασίες.
Σας ευχαριστώ κ. Πρόεδρε.