ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
Αθήνα, 12 Οκτωβρίου 2011
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Ομιλία του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, Χρήστου Παπουτσή, στην Ημερίδα των Πανελλήνιων Ομοσπονδιών Αστυνομικών Υπαλλήλων (ΠΟΑΣΥ-ΠΟΑΞΙΑ) με θέμα «Αστυνομία και Ανθρώπινα Δικαιώματα»
Κύριε συνάδελφε στη Βουλή, κύριοι εκπρόσωποι των πολιτικών κομμάτων, αγαπητέ Μανώλη, κύριε Αρχηγέ, άνδρες και γυναίκες, στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας, επιτρέψτε μου πρώτα από όλα να ευχαριστήσω τους προέδρους για τη διοργάνωση αυτής της ημερίδας και για την πρόσκληση. Κυρίως όμως θα τους ευχαριστήσω για τη διοργάνωση αυτής της ημερίδας. Γιατί είναι σπάνιες οι περιπτώσεις σε Σώματα, όπως τα Σώματα Ασφαλείας, αλλά και σε πολιτικούς να έχουν τη δυνατότητα να επεξεργαστούν μηνύματα με εξαιρετική ευαισθησία και κυρίως να καταγράψουν όλοι, μα όλοι, το πολιτικό τους στίγμα. Είναι μια θαυμάσια ευκαιρία. Κι έτσι όταν ο πρόεδρος ο κ. Φωτόπουλος μου ζήτησε να παρευρεθώ πέραν του ότι τον συνεχάρην, του ζήτησα επειδή επρόκειτο να λείπω αυτήν την εβδομάδα εάν ήταν δυνατό να βρούμε έναν διαφορετικό χρόνο προκειμένου να είμαι παρών, γιατί ήθελα οπωσδήποτε να είμαι παρών σε αυτήν την ημερίδα.
Θέλω επίσης να σας πω ότι ο Υφυπουργός, ο κ. Μανώλης Όθωνας, ο οποίος ήθελε πάρα πολύ να βρίσκεται εδώ ανάμεσά μας, είναι ήδη στη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου, η οποία έχει ξεκινήσει. Θα επιτρέψετε και σε μένα αμέσως μετά το τέλος της ομιλίας να αποχωρήσω, γιατί η συνεδρίαση βρίσκεται σε εξέλιξη.
Η περίοδος που διανύουμε χωρίς καμία απολύτως αμφιβολία είναι περίοδος δύσκολη.
Οι αλλαγές που πραγματοποιούνται είναι αναγκαστικές αλλά οπωσδήποτε είναι βίαιες αλλαγές κυρίως λόγω των διαρθρωτικών προβλημάτων και της υστέρησης της χώρας μας σε πολλούς τομείς.
Αυτές οι ανατροπές που βιώνουμε εντείνουν, όπως είναι φυσικό, όπως είναι αναμενόμενο, την ανασφάλεια των πολιτών. Την ίδια στιγμή αυτή η ανασφάλεια σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση φέρνουν αύξηση της βίας. Απ’ όλες τις πλευρές. Ένα εκρηκτικό μίγμα που υπονομεύει την κοινωνική ειρήνη.
Όσο αληθινό κι αν είναι αυτό το συμπέρασμα δε σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι πρέπει να το δεχθούμε μοιρολατρικά.
Η δημοκρατική κοινωνία είναι υποχρεωμένη να μη δείχνει καμία ανοχή στη βία. Να μην επιτρέπει τη βία ούτε από την πλευρά των πολιτών, αλλά ούτε και από την πλευρά του κράτους, και στη συγκεκριμένη περίπτωση από την πλευρά των αστυνομικών αρχών.
Τα στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας είναι υποχρεωμένα να εκτελούν το καθήκον τους. Δηλαδή, να υπερασπίζονται τους νόμους, να υπερασπίζονται το Σύνταγμα, να υπερασπίζονται τα δικαιώματα των πολιτών. Όσο δύσκολες κι αν είναι αυτές οι συνθήκες μέσα στις οποίες ζούμε.
Σε μια περίοδο που οι πολίτες νιώθουν να απειλούνται από παντού, είναι πολύ σημαντική η αποτελεσματική προστασία της ασφάλειας με αυστηρή τήρηση των κανόνων του Κράτους Δικαίου και σεβασμό των δικαιωμάτων των πολιτών.
Είναι αδιανόητο ο αστυνομικός που καλείται να υπερασπιστεί τους νόμους να γίνεται παραβάτης των νόμων καταπατώντας τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Όταν κάποιοι παρεκτρέπονται και παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα τότε είναι που κλονίζεται η εμπιστοσύνη των πολιτών προς το σύνολο της Αστυνομίας.
Τότε είναι που απομειώνεται το κύρος του θεσμού της αστυνομίας στην κοινωνία και δημιουργούνται προϋποθέσεις κοινωνικής αναταραχής.
Αντίθετα, όταν από την πλευρά των αστυνομικών δυνάμεων υπάρχει σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τότε αυξάνεται και η αποτελεσματικότητα της αστυνομίας.
Δηλαδή, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την πλευρά της αστυνομίας, δεν είναι μόνο μια ηθική και νομική επιταγή, αλλά αποδεικνύεται και ένα χρήσιμο εργαλείο στην ίδια τη δουλειά τους, ακόμα και στην επιχειρησιακή τους δυνατότητα. Σ’ αυτή την περίπτωση οι τοπικές κοινωνίες, ο λαός, είναι που θεωρούν την αστυνομία ως αναπόσπαστο κομμάτι τους γιατί τότε εκτελεί ένα σημαντικό κοινωνικό λειτούργημα.
Οι αστυνομικοί μπορούν να είναι πιο κοντά στους πολίτες, να συνεργάζονται και να υλοποιούν πολιτικές πρόληψης και καταστολής του εγκλήματος.
Οι αστυνομικοί όταν ασκούν τα καθήκοντά τους δεν αρκεί να γνωρίζουν μόνο ποιοι είναι οι κανόνες, αλλά και πώς θα κάνουν αποτελεσματικά τη δουλειά τους μέσα στα όρια αυτών των κανόνων. Και εδώ υπεισέρχεται ο παράγων εκπαίδευση. Η εκπαίδευσή τους πρέπει να λαμβάνει υπόψη της και αυτόν τον όρο, διαφορετικά δεν θα είναι αξιόπιστη και δεν θα έχει αποτελέσματα.
Μάλιστα κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής θα πρέπει να υπογραμμίζεται ότι η γνώση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι ένα ουσιαστικό επαγγελματικό εργαλείο όλων των στελεχών που υπηρετούν στα σύγχρονα Σώματα Ασφαλείας. Άλλωστε κεντρικός στόχος είναι η επιβολή του νόμου, αλλά κανένας νόμος δεν είναι ανώτερος σε αξία από τους νόμους που κατοχυρώνουν και προασπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Έτσι λοιπόν για την εκπαίδευση των αστυνομικών, για το πλαίσιο λειτουργίας τους και κυρίως για το πλαίσιο μέσα στο οποίο διαμορφώνονται οι κανόνες εμπλοκής από την ηγεσία του Σώματος πρέπει υπάρχει πάντοτε ένα τρίπτυχο. Πρέπει να λειτουργεί και να μην ξεχνάμε ποτέ ένα τρίπτυχο. Σεβασμός και υπακοή στους νόμους. Σεβασμός στην αξιοπρέπεια των ανθρώπων. Σεβασμός στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Είναι βεβαίως αναμενόμενο ότι σε μια περίοδο που μειώνονται εισοδήματα, που θίγονται κεκτημένα, να υπάρχει αύξηση των αντιδράσεων των πολιτών και επομένως και αύξηση των διαδηλώσεων. Πρόκειται για ένα συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα, όπως είναι το δικαίωμα της απεργίας. Καθήκον λοιπόν των αστυνομικών είναι ακριβώς να προστατεύουν το δικαίωμα αυτό. Το δικαίωμα των εργαζομένων να διαμαρτυρηθούν, το δικαίωμα των πολιτών να διεκδικήσουν ένα καλύτερο μέλλον. Όταν όμως το δικαίωμα αυτό ασκείται με ειρηνικό τρόπο. Όταν ασκείται χωρίς εκδηλώσεις βίας, όταν ασκείται χωρίς καταστροφές της δημόσιας περιουσίας, όταν ασκείται χωρίς καταστροφές της ιδιωτικής περιουσίας των πολιτών. Η χρήση βίας από την αστυνομία μπορεί να γίνει μόνο στο πλαίσιο του νόμου, όπως ορίζει το Σύνταγμα, όπως ορίζουν οι νόμοι του κράτους. Μπορεί να γίνει λοιπόν μόνο σε αυτές τις περιπτώσεις που επιτρέπονται και περιγράφονται ακριβώς από το νόμο. Διαφορετικά, η χρήση βίας από την αστυνομία εκτός αυτού του πλαισίου τιμωρείται ως κατάχρηση εξουσίας.
Η βία σαν μέθοδος και μέσο που το χρησιμοποιεί η αστυνομία πρέπει να είναι σε κάθε περίπτωση η εξαίρεση κι όχι ο κανόνας.
Μια αποτελεσματική αστυνομία είναι αυτή που υπηρετεί στην πρώτη γραμμή της υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων γιατί τα στελέχη της κάνουν τη δουλειά τους με έναν τρόπο που δεν στηρίζεται στο φόβο και στην ωμή βία, αλλά αντίθετα στηρίζεται στο νόμο, στην τιμή και τον επαγγελματισμό.
Έχω τονίσει πολλές φορές ότι η επίδειξη δύναμης αυτών που έχουν την εξουσία είναι η αυτοσυγκράτηση. Είναι η άσκηση της δύναμής τους εντός του πλαισίου των νόμων.
Η ήπια διαχείριση των κοινωνικών κρίσεων δεν δείχνει σε καμία περίπτωση μια αστυνομία ανίκανη, όπως ορισμένοι από ορισμένες οπτικές γωνίες τη βλέπουν.
Αντίθετα, αποτελεί απόδειξη υψηλής εκπαίδευσης και επαγγελματισμού. Και από την άλλη πλευρά είναι συνειδητή επιλογή μιας ισχυρής κυβέρνησης.
Η εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς, η εδραίωση των αρχών της ισονομίας και ισοπολιτείας και η καθολική αποδοχή της επικράτησης των αρχών του κράτους δικαίου , που είναι αιτούμενα στην εποχή μας, διαρκή αιτούμενα για όλη την κοινωνία στην εποχή μας, βασίζονται ακριβώς στη συντονισμένη λειτουργία όλων των δημόσιων θεσμών και φορέων – και όχι στη μονοδιάστατη προβολή του σκληρού προσώπου του κρατικού μηχανισμού.
Γι’ αυτό και παίρνουμε όλα τα απαραίτητα μέτρα για να επικρατήσει αυτό το πνεύμα στη λειτουργία όλων των Σωμάτων Ασφαλείας.
- Ενίσχυση των προγραμμάτων εκπαίδευσης και ψυχολογικής υποστήριξης και με ευθύνη της ηγεσίας τους, αναθεώρηση των κανόνων εμπλοκής.
- Συνεχείς ασκήσεις ετοιμότητας, πειθαρχίας και ειδικών επιχειρήσεων με αξιοποίηση καλών πρακτικών και βέλτιστων μεθόδων από την εμπειρία των εταίρων μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Χρειάζεται διαρκής αξιολόγηση επιχειρησιακής ικανότητας των μονάδων και των ανθρώπων.
- Χρειάζεται επίσης, παραδειγματική και άμεση τιμωρία για όσους αυθαιρετούν, για όσους απομακρύνονται μόνοι τους από τους επιχειρησιακούς σχηματισμούς και ασκούν βία εις βάρος των πολιτών ή αξιοποιούν την εξουσία τους με τρόπο καταχρηστικό, προσβλητικό ή προκλητικό προς τους πολίτες. Να μη μένει κανείς ατιμώρητος για επιλογές που προκαλούν το κοινό αίσθημα και βλάπτουν το δημόσιο συμφέρον.
Όπως, γνωρίζετε έχει, ήδη, αρχίσει η συγκρότηση του Γραφείου για την Αντιμετώπιση των Περιστατικών Αυθαιρεσίας. Επομένως, η Πολιτείας μας θα έχει ακόμα ένα μηχανισμό με τον οποίο θα μπορεί με ανεξάρτητη γνώμη να επιλαμβάνεται των περιστατικών αυθαιρεσίας και να αποδίδει ευθύνες.
Σε μια ευνομούμενη πολιτεία, ασφάλεια είναι πρωτίστως η ασφάλεια του δικαίου.
Δεν είναι δυνατόν, σε καμία περίπτωση όμως, μεμονωμένα περιστατικά βίας και αστυνομικής αυθαιρεσίας να ακυρώνουν στην πράξη τον επιτελικό σχεδιασμό και τις προσπάθειες εκατοντάδων στελεχών της αστυνομίας. Όπως, επίσης, να ακυρώνουν στην πράξη την πολιτική βούληση και τις κατευθύνσεις της Κυβέρνησης και τη Πολιτικής ηγεσίας.
Οφείλω, λοιπόν, να διευκρινίσω ότι, από κάθε πλευρά υπάρχει μια διαρκής προσπάθεια προς όλες τις κατευθύνσεις προκειμένου να αντιμετωπίσουμε αυτή τη δύσκολη περίοδο. Όμως, την τελευταία περίοδο – και ιδιαίτερα μετά τα τελευταία γεγονότα- στα οποία αναφέρθηκε προηγουμένως και ο κ. Πρόεδρος, έχουμε ένα ερώτημα το οποίο πλανάται: «γιατί, βρε, παιδιά μας δέρνετε;». Είναι σύγκρουση; Τι είναι; Ανάμεσα στους δημοσιογράφους και την αστυνομία. Να το δούμε λοιπόν. Έχουμε υποχρέωση να το δούμε. Έχουμε υποχρέωση να φωτίσουμε αυτή την πτυχή. Θέλω να διευκρινίσω από ηθικής πλευράς ότι δεν υπάρχει καμία απολύτως διαφορά μεταξύ ενός απλού πολίτη και ενός δημοσιογράφου θύμα αστυνομικής αυθαιρεσίας. Από νομικής, όμως, πλευράς η διαφορά είναι πολύ μεγάλη. Η άσκηση βίας εις βάρος δημοσιογράφου είναι διπλά κατακριτέα γιατί, πέρα από την παραβίαση της γενικής αρχής προστασίας της ζωής, συνεπάγεται προσβολή ενός επαγγέλματος η άσκηση του οποίου προστατεύεται από το Σύνταγμα. Δεδομένου, μάλιστα, ότι, εξ ορισμού, οι δημοσιογράφοι δεν συνιστούν απειλή για τη δημόσια τάξη, ούτε για την ασφάλεια των ενστόλων, η εκδήλωση βίας εις βάρος τους θίγει και κύριες πολιτικές αξίες – πράγμα που την καθιστά πολλαπλά απαράδεκτη.
Η αλληλόδραση ενστόλων – δημοσιογράφων σε ένα ολοένα αυξανόμενο κλίμα βίας δεν είναι ουδέτερη. Αν οι μεν υφίστανται τις συνέπειες της ψυχολογικής και σωματικής κόπωσης, οι δε εργάζονται υπό καθεστώς ψυχολογικής και σωματικής έντασης. Και οι μεν και οι δε είναι αποδέκτες του περιρρέοντος κλίματος βίας που, εξ ορισμού, οξύνει την επιθετικότητα.
Και οι μεν και οι δε είναι φορείς νοοτροπιών και ιδεολογικών πεποιθήσεων που θα ήταν αφελές να υποτεθεί ότι δεν καθορίζουν, ασυνείδητα έστω, μέρος της στάσης τους κατά τη διάρκεια μιας διαδήλωσης.
Φυσικά, σε μια ιδεατή ευνομούμενη πολιτεία, οι επαγγελματίες που βρίσκονται στο χώρο μιας διαδήλωσης, είτε για να προστατεύσουν τη δημόσια τάξη είτε για να καταγράψουν την επικαιρότητα, οι επαγγελματίες καθορίζουν τη συμπεριφορά τους δεσμευόμενοι από τον νόμο και αυτοδεσμευόμενοι από τους δεοντολογικούς κανόνες του εκάστοτε επαγγέλματός τους. Οι διπλές αυτές δεσμεύσεις χαράσσουν και τις κόκκινες γραμμές που επιτρέπουν την όσο το δυνατόν πιο ουδέτερη άσκηση των επαγγελματικών τους καθηκόντων στον δημόσιο χώρο.
Στην πράξη όμως, είναι προφανές ότι οι δεσμεύσεις αυτές δεν επαρκούν. Καλούμεθα επομένως, να βρούμε επιπλέον εναλλακτικούς τρόπους προστασίας τόσο των εμπλεκόμενων μερών όσο κυρίως αυτό, των αξιών που διακυβεύονται.
Όσον αφορά την ασφάλεια των δημοσιογράφων, έχω ήδη προτείνει τη χρήση ειδικών γιλέκων που θα τους καθιστούσαν ορατούς εξ αποστάσεως και θα απέκλειαν οποιαδήποτε άσκηση βίας εις βάρος τους. Η πρότασή μου έγινε δεκτή με μεγάλη επιφύλαξη διότι θεωρήθηκε ότι το μέτρο αυτό θα στοχοποιούσε τους δημοσιογράφους εντός του αντιεξουσιαστικού και αναρχοαυτόνομου, όπως λένε, χώρου. Ομολογουμένως, αυτό το επιχείρημα με εξέπληξε.
Από όσο γνωρίζω, γίνονται συχνά εκκλήσεις από τον αντιεξουσιαστικό, αναρχοαυτόνομο, όπως λέγεται, χώρο, για οπτικό υλικό , απλών πολιτών ή δημοσιογράφων, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό μέσο σε δίκες εις βάρος ενστόλων.
Πώς είναι δυνατόν, λοιπόν, ένα τόσο εμφανώς χρήσιμο επαγγελματικό σώμα να θεωρείται ταυτόχρονα τόσο αναξιόπιστο, ώστε να θεωρείται ότι κινδυνεύει η ασφάλεια των μελών του αν εργάζονται καθιστώντας πρόδηλη την επαγγελματική τους ιδιότητα;
Είναι ένα ερώτημα, βέβαια αυτό, στο οποίο δεν έχω πάρει απάντηση.
Θεωρώντας, όμως, ότι τα έννομα αγαθά και οι πολιτικές αξίες που διακυβεύονται κατά τη διάρκεια μιας διαδήλωσης είναι ζωτικής σημασίας για μια δημοκρατική πολιτεία, θα ήθελα να κάνω ένα βήμα παραπέρα και να στραφώ στην κοινωνία των πολιτών. Και να ζητήσω να συμμετάσχει, εκείνη, ενεργά σε αυτή την προσπάθεια.
Ας προβληματιστούμε στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής κ. συνάδελφε, κι ας αξιοποιήσουμε τη διεθνή εμπειρία. Για παράδειγμα, με τη δημιουργία ενός παρατηρητηρίου βιντεοσκόπησης των διαδηλώσεων που θα στελεχώνεται από έγκριτους πολίτες καθολικής αποδοχής. Σε άλλες χώρες, όπου το μέτρο έχει εφαρμοστεί επιτυχώς εδώ και δεκαετίες, οι πολίτες αυτοί είναι συνήθως νομικοί.
Χωρίς να αποκλείσουμε αυτό το ενδεχόμενο, είμαστε ανοιχτοί στο διάλογο για την περαιτέρω επεξεργασία της πρότασης.
Προς αποφυγή παρεξηγήσεων και παρανοήσεων, προσδιορίζω ότι το οπτικό αυτό υλικό θα παραδίδεται στη Βουλή και θα χρησιμοποιείται αποκλειστικά ως αποδεικτικό μέσο στις περιπτώσεις διεξαγωγής δίκης.
Κυρίες και κύριοι, πρέπει να είμαστε σαφείς και ειλικρινείς, πέρα από πολιτικά παιχνίδια και πέρα πολιτικά τερτίπια. Πρώτα απ’ όλα να αυτοδεσμευτούμε οι πάντες ότι η Αστυνομία καλά θα κάνει να μην κυκλοφορεί ούτε στην Ιπποκράτους, ούτε να κόβει βόλτες στη Συγγρού πάνω και κάτω, όπως προηγουμένως θεωρούσε σπίτι της τη Ρηγίλλης, ούτε να κυκλοφορεί στον Περισσό, ούτε στην Κουμουνδούρου. Η Αστυνομία να καθίσει στο σπίτι της και να επανέλθει εκεί που είναι το καθήκον της. Δηλαδή, να εφαρμόζει τους νόμους, κυρίως, όμως, να εγγυάται τα δικαιώματα των πολιτών και τα ανθρώπινα δικαιώματα όσων βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια.
Η προσπάθεια ειρήνευσης της κοινωνίας εν μέσω οξύτατης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης δεν μπορεί να αποφέρει καρπούς, σε καμία περίπτωση, αν δεν καταστεί συλλογική. Ο στόχος του Υπουργείου που ηγούμαι, του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, δεν μπορεί να επιτευχθεί με μονόπλευρες ενέργειες, που να αποβλέπουν αποκλειστικά στους ένστολους, όσο αποτελεσματικές και αν είναι αυτές.
Επομένως, η προστασία του πολίτη συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, και την ενεργό συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών.
Τέλος, θα επαναφέρω αυτό που πάντοτε αναφέρω και στο οποίο στέκομαι, αλλά που φαίνεται δεν αρέσει σε ορισμένους και προκαλεί τις αντιδράσεις τους. Αλλά θέλω να το επαναφέρω για να μην ξεχνιόμαστε.
Η διαδικασία του εκδημοκρατισμού της Αστυνομίας, της εξαφάνισης των όποιων αντιδημοκρατικών θυλάκων , που είχαν δημιουργηθεί στο παρελθόν, συνεχίζεται και θα συνεχίζεται ασταμάτητα.
Η πρόκληση που εγείρεται μπροστά μας, ως Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, έγκειται στο πώς μπορούμε να ανοίξουμε νέους δρόμους ούτως ώστε τα σώματα ασφαλείας να σταθούν στο πλευρό των πολιτών της χώρας. Να προστατεύουν τόσο τις ζωές και περιουσίες τους , και πάνω από όλα τις θεμελιώδεις αρχές του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Με αυτές τις σκέψεις Κύριοι Πρόεδροι αφού σας συγχαρώ για μια ακόμη φορά, να σας ευχηθώ καλά, δημιουργικά και επωφελή συμπεράσματα για όλους μας από την Ημερίδα σας.