ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
Αθήνα, 21 Δεκεμβρίου 2010
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Ομιλία του Υφυπουργού Προστασίας του Πολίτη Μανώλη Όθωνα στη Διαρκή Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης της 20ης Δεκεμβρίου 2010 στη συζήτηση για την επεξεργασία και εξέταση του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη "Ίδρυση Υπηρεσίας Ασύλου και Υπηρεσίας Πρώτης Υποδοχής, προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ "σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών" και λοιπές διατάξεις". Ακολουθεί το πλήρες κείμενο:
"Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι Βουλευτές, είναι φανερό – και μετά από τις τοποθετήσεις των Εισηγητών και των Αγορητών των Κομμάτων στην επί των άρθρων συζήτηση του σχεδίου νόμου – ότι, παρά τις επιμέρους διαφορετικές προσεγγίσεις για τα όσα το σχέδιο νόμου διαπραγματεύεται, έχει διαμορφωθεί ένα πλαίσιο κοινών συμφωνιών και κοινών διαπιστώσεων, το οποίο θεωρώ πάρα πολύ χρήσιμο να επαναλάβω, γιατί πάνω σε αυτό το κοινό πλαίσιο μπορούμε να διαμορφώσουμε μια εθνική πολιτική για το θέμα ευρύτερα, πέρα και έξω από τις συγκεκριμένες ρυθμίσεις που το σχέδιο νόμου προτείνει στην Εθνική Αντιπροσωπεία.
Θέλω, καταρχήν, να συμφωνήσουμε στην απάντηση τριών ερωτημάτων: Το πρώτο ερώτημα είναι εάν η αιτιολογική βάση, αλλά και ο στόχος αυτής της νομοθετικής πρωτοβουλίας είναι κάτω από την πίεση των όποιων παρατηρήσεων ή κριτικών που δεχόμαστε ως χώρα από διεθνείς οργανισμούς και επιτροπές ή η αιτιολογική βάση και ο στόχος αυτής της νομοθετικής πρωτοβουλίας είναι γιατί η αναμόρφωση του συστήματος παροχής ασύλου, αλλά και μιας σειράς άλλων ρυθμίσεων, που περιλαμβάνονται, είναι μέρος ενός συνολικού και ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης του μεταναστευτικού προβλήματος στη χώρα. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι ότι η συγκεκριμένη νομοθετική πρωτοβουλία είναι ακριβώς ενταγμένη σε ένα συνολικό σχέδιο διαχείρισης του προβλήματος των μεταναστευτικών ροών, το οποίο απασχολεί την ελληνική κοινωνία ολοένα και πιο έντονα τα τελευταία χρόνια και δεν είναι μια αποσπασματική πρωτοβουλία που έρχεται να δώσει μονοσήμαντες απαντήσεις ή να ενσωματώσει κοινοτικές οδηγίες, ξεκομμένη από ό,τι άλλο παράλληλα χρειάζεται να γίνει γύρω από το θέμα αυτό.
Το δεύτερο ερώτημα, στο οποίο, επίσης, έχουμε συμφωνήσει, παρά τις διαφορετικές λεκτικές διατυπώσεις που οι συνάδελφοι των Κομμάτων έχουν χρησιμοποιήσει, είναι εάν έχει ανάγκη η χώρα ένα περισσότερο γρήγορο, περισσότερο δίκαιο και περισσότερο αποτελεσματικό σύστημα παροχής ασύλου. Εδώ, η απάντηση είναι προφανώς «ναι».
Μήπως – και αυτό είναι το τρίτο ερώτημα – έχει η χώρα ένα τέτοιο σύστημα, το είχε τα προηγούμενα χρόνια και απλά δεν εφαρμόζεται επαρκώς; Γιατί τέθηκε μια τέτοια διάσταση σε κάποιες τοποθετήσεις, κυρίως από πλευράς των συναδέλφων της Ν.Δ. Και εδώ η απάντηση νομίζω ότι είναι καταφανώς «όχι». Δεν είχε η χώρα αυτή ένα τέτοιο σύστημα παροχής ασύλου και αυτό δεν αποδεικνύεται, βέβαια, κυρίως από τα συντριπτικά στατιστικά είτε του χρόνου εκδίκασης των προσφυγών είτε του ποσοστού των θετικών αποφάσεων – γιατί συμφωνώ απόλυτα με την παρατήρηση που έγινε από τον κ. Παυλόπουλο ότι αυτή η σύγκριση σε απόλυτα νούμερα με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο ή με δείκτες άλλων χωρών είναι καταφανώς άδικη για τη χώρα μας και τις ιδιαίτερες συνθήκες κάτω από τις οποίες καλείται να διαχειριστεί το συγκεκριμένο ζήτημα. Απαντάται, όμως, στο ότι δεν υπήρξε επάρκεια ενός συστήματος παροχής ασύλου στη χώρα μας, από το γεγονός ότι κατά την εφαρμογή του προηγούμενου συστήματος προέκυπταν ταυτόχρονα και αθροιστικά τα δύο εξής αποτελέσματα: Πρώτον, ουδείς από τους πραγματικά δικαιούμενους άσυλο είχε παρά ελάχιστες έως μηδενικές πιθανότητες να εξετασθεί σωστά η αίτησή του και, εάν και εφόσον είχε τις προϋποθέσεις, να τύχει του καθεστώτος διεθνούς προστασίας και, δεύτερον, η αλυσιτελής διαδικασία ήταν και παραμένει ακόμα ένα χρήσιμο και αξιοποιήσιμο εργαλείο σε εκατοντάδες χιλιάδες οικονομικούς μετανάστες για την προσωρινή, αλλά, δυστυχώς, πολύ μακρά προσωρινή, παραμονή τους σε ένα ημινόμιμο καθεστώς, αναμένοντας, υποτίθεται, την εκδίκαση της προσφυγής τους για την χορήγηση ασύλου, που είχαν υποβάλει.
Όλη αυτή η πραγματικότητα νομίζω ότι κάνει αυτονόητη και την αιτιολογία και τη στόχευση της συγκεκριμένης νομοθετικής πρωτοβουλίας, την οποία, όμως, επαναλαμβάνω, πρέπει κανείς να την δει ως ένα από τα βήματα μιας ολοκληρωμένης πολιτικής γύρω από τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών και του προβλήματος που ως χώρα επεξεργαστήκαμε, παρουσιάσαμε στην ευρωπαϊκή επιτροπή και έγινε δεκτή με ιδιαίτερα θετικά σχόλια.
Επιτρέψτε μου, παρόλο που είναι πράγματα που έχουν ακουστεί, να επαναλάβω, μέσα από το action plan πρωτοβουλιών και δράσεων που έχει υποβληθεί στην ευρωπαϊκή επιτροπή, πέντε τίτλους, για να δούμε πώς συνδέεται με την υπό συζήτηση νομοθετική πρωτοβουλία. Βήμα 1: Θέσπιση συγκροτημένης διαδικασίας πρώτης υποδοχής. Βήμα 2: Νέα ανεξάρτητη αυτοτελής υπηρεσία ασύλου. Βήμα 3: Διαχωρισμός, διαφορετική αντιμετώπιση και υποστήριξη των ευπαθών ομάδων του μεταναστευτικού πληθυσμού. Βήμα 4: Δημιουργία νέων προτύπων κέντρων κράτησης των υπό απέλαση αλλοδαπών. Βήμα 5: Βελτίωση των επιδόσεων στις επιστροφές. Αυτά τα πέντε βήματα αφορούν τις δικές μας υποχρεώσεις ή την αναγνώριση και δικών μας υποχρεώσεων για τη διαχείριση ενός ζητήματος, το οποίο, όμως – και εδώ είναι το επόμενο σημείο μιας μεγάλης πολιτικής συμφωνίας, στην οποία νομίζω ότι κανείς δεν εκφράζει διαφορετική άποψη μέσα σε αυτήν την αίθουσα – έχει μια ευρύτερη ευρωπαϊκή διάσταση, είναι κυρίως ευρωπαϊκό και για το λόγο αυτό, μαζί με την παρουσίαση και την υποβολή του ολοκληρωμένου αυτού προγράμματος στην ευρωπαϊκή επιτροπή, το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, δια του Υπουργού του, σε αλλεπάλληλες παρουσίες στο συμβούλιο Υπουργών, αλλά και ολόκληρη η ηγεσία του Υπουργείου μας και στο επίπεδο του υφυπουργού και του γενικού γραμματέα, δεχόμενοι και αξιοποιώντας κάθε ευκαιρία συνάντησης και ανταλλαγής απόψεων, με διάφορες εκπροσωπήσεις είτε του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου, είτε της ευρωπαϊκής επιτροπής, αναδεικνύουμε αυτή τη διάσταση και καλούμε, αλλά και πολλές φορές εγκαλούμε τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τα όργανα για τις δικές τους υστερήσεις, για τις δικές τους ευθύνες αναγνώρισης αυτής της διάστασης του προβλήματος, την αντιμετώπιση του οποίου εναποθέτουν στις μικρές πλάτες της Ελλάδας, λόγω της γεωπολιτικής θέσης της, μέχρι στιγμής, πράγματι, χωρίς ουσιαστική βοήθεια.
Σχετικά με την αναθεώρηση της συνθήκης του Δουβλίνου, νομίζω ότι γνωρίζετε και πρέπει να γνωρίζετε ότι πρόκειται για ένα ζήτημα, το οποίο έχει τεθεί, τίθεται και θα συνεχίσει να τίθεται και θα αξιοποιείται κάθε δυνατότητα για τη διαμόρφωση οποιουδήποτε συσχετισμού. Αποτελεί μια κρίσιμη παράμετρο, χωρίς την επίλυση της όποιας οποιαδήποτε άλλη προσπάθεια επίλυσης του ζητήματος θα συναντά μεγάλες δυσχέρειες και η οποία για εμάς είναι πολιτική προτεραιότητα στην οποιαδήποτε επαφή μας με τα ευρωπαϊκά όργανα και τους θεσμούς.
Όμως, πέρα από αυτό, που είναι το μείζον, το δεύτερο ιεραρχικά, στο επίπεδο των ευρωπαϊκών επαφών της χώρας που θέτουμε και, επίσης, νομίζω ότι είναι σημείο του κοινού πλαισίου πολιτικής συμφωνίας που περιγράφηκε αυτές τις μέρες εδώ, είναι η αναγκαιότητα σύναψης ευρωπαϊκών συμφωνιών επανεισδοχής με τρίτες χώρες, ως αποτελεσματικότερο τρόπο αντιμετώπισης των προβλημάτων επαναπροώθησης, από τις διμερείς, ανίσχυρες στην μέχρι στιγμής πρακτική τους, συμφωνίες.
Επίσης, ζητήσαμε και υπάρχει ανταπόκριση, για εντελώς πρακτικά ζητήματα που σχετίζονται με την κανονική και έκτακτη οικονομική συνδρομή, για τις αναγκαίες υλικοτεχνικές υποδομές και την παροχή των αναβαθμισμένων υπηρεσιών, την παροχή τεχνογνωσίας και οργάνωσης. Στην κατεύθυνση αυτή, είναι ιδιαίτερα θετική η παρουσία του Οργανισμού FRONTEX και στα χερσαία σύνορα μας, με πρωτοβουλία του Υπουργού, εδώ και δύο περίπου μήνες.
Η εποπτεία και από πλευράς ευρωπαϊκών θεσμών και η διασφάλιση ποιότητας στο σύστημα διαχείρισης των μεταναστευτικών ροών συνολικά είναι κάτι το οποίο είναι χρήσιμο, όχι μόνο γιατί μας βοηθάει, αλλά γιατί αποκτούν ίδια αντίληψη των πραγματικών συνθηκών και των καταστάσεων που εμείς ως χώρα καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε και καθημερινά προσπαθούμε να κερδίσουμε ένα στοίχημα, πιστοί στο αξιακό σύστημα που ο ελληνικός πολιτισμός και οι αρχές μας ως άνθρωποι και ως κοινωνία επιβάλλει απέναντι σε συνανθρώπους μας.
Θέλω να κάνω έναν παραλληλισμό, που τον έκανα και σε μια πρόσφατη συνάντηση που είχα με εκπροσώπους των αντιπροσωπειών των κομμάτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Έκανα μια λίγο αιχμηρή αναφορά, λέγοντας ότι λυπάμαι που και για το ζήτημα αυτό, η Ε.Ε., όπως και για το θέμα του οικονομικού προβλήματος της Ελλάδος, καθυστερεί να συνειδητοποιήσει την ευρωπαϊκή του διάσταση. Αυτός ο παραλληλισμός έχει και την αντιστοίχισή του και την αναλογικότητα του σε ό,τι αφορά και τα καθ’ ημάς. Δηλαδή, δεν καθυστερεί μόνο η Ευρώπη – και καλά κάνουμε και αναδεικνύουμε αυτή την υστέρηση και αυτή την έλλειψη αντανακλαστικών, να τοποθετήσει το θέμα στην πραγματική του διάσταση και να αναλάβει σχετικές πρωτοβουλίες – αλλά φοβάμαι ότι και εμείς κάνουμε κάτι ανάλογο με αυτό που πολλοί συνάδελφοι και αρκετά κόμματα κάνουν και στο θέμα της οικονομίας.
Προκειμένου να αποφύγουμε τις δικές μας ευθύνες – με το όποιο πολιτικό κόστος – και πρωτοβουλίες που πρέπει να αναλάβουμε για να κάνουμε εμείς αυτά που πρέπει, για να είμαστε ακόμη περισσότερο τεκμηριωμένοι σε όσα οφείλουν να συμβάλουν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί. Δηλαδή, αποδίδουμε όλη την κακοδαιμονία μιας κατάστασης, η οποία, πραγματικά, δυσκολεύει την καθημερινότητα πολλών περιοχών της χώρας και πολλών κομματιών της ελληνικής κοινωνίας – το κέντρο της Αθήνας είναι το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα – αναδεικνύοντας μόνο τις ευρωπαϊκές καθυστερήσεις, ευθύνες και ίσως, προσχηματικές, συμπεριφορές, για να κρύψουμε υπαρκτές δικές μας αδυναμίες και ευθύνες.
Εμείς, ως Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, για το θέμα που έγκειται στη συναρμοδιότητα του Υπουργείου μας, κάνουμε αυτό που η Κυβέρνηση κάνει συνολικά και στην οικονομία και αυτό το νόημα έχει η νομοθετική πρωτοβουλία την οποία εισάγουμε. Δηλαδή, χωρίς να σταματάμε να αναδεικνύουμε την ευρωπαϊκή διάσταση του θέματος και τις ευρωπαϊκές ευθύνες που έχει το θέμα για την αντιμετώπισή του και από τη χώρα μας, κάνουμε αυτά που αισθανόμαστε ότι οφείλουμε ως χώρα, ως κοινωνία και ως πολιτικό σύστημα, να πράξουμε, διότι αυτό μας οπλίζει με περισσότερα επιχειρήματα, ισχυροποιεί τη θέση μας και τη φωνή μας, για όλα εκείνα που συμπληρωματικά θα έρθουν – και είμαι βέβαιος ότι θα έρθουν – για να δώσουν βιώσιμες και αποτελεσματικές απαντήσεις στο μεγάλο αυτό πρόβλημα. Είναι και αυτό ένα θέμα ευθύνης, στην οποία καλούμε όλα τα κόμματα να ανταποκριθούν.
Χαιρετίζω τις πολύ θετικές, ψύχραιμες και νηφάλιες τοποθετήσεις που έγιναν από το σύνολο των συναδέλφων. Θεωρώ ότι οι επιμέρους παρατηρήσεις που ακούστηκαν και οι διαφορετικές προσεγγίσεις, ενσωματώνονται σε ένα γενικό πολιτικό πλαίσιο, έτσι όπως όλοι μας το περιγράψαμε αυτές τις μέρες. Νομίζουμε ότι μια τέτοια πολιτική είναι ο «θεμέλιος λίθος» μιας εθνικής πολιτικής και άρα ισχυρής όσον αφορά στο μεταναστευτικό θέμα, απέναντι σε κάποιες αιτιάσεις και φωνές που λένε ότι ψηφίζουμε μεν επί της αρχής, αλλά το κάνουμε λίγο μίζερα, κυρίως επειδή εμπεριέχει την Οδηγία, ότι είναι σωστά όλα όσα προβλέπονται, αλλά στην πράξη φοβόμαστε ότι είναι ανεφάρμοστα ή από την άλλη πλευρά, δεν το ψηφίζουμε παρόλο που είναι πάρα πολύ καλό νομοσχέδιο, διότι έχει μέσα την Οδηγία. Αυτά νομίζω ότι αδικούν μια πραγματικότητα, η οποία κραυγάζει σε όλους μας ότι είναι ώρα ευθύνης και, από τη στιγμή που υπάρχουν συγκλίνουσες απόψεις – και ευτυχώς υπάρχουν – νομίζω ότι μπορεί η Εθνική Αντιπροσωπεία να συναντηθεί σε μια ομόθυμη στήριξη μιας πρωτοβουλίας, η οποία αναλαμβάνει ευθύνες, παίρνει πρωτοβουλίες και διεκδικεί από όσους δεν το κάνουν μέσα και έξω από τη χώρα να συνταχθούν σε αυτή την προσπάθειά της.»