Δελτίο Τύπου
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ
Αθήνα, 12-11-2002
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Σχέδιο νόμου "Οπλοφορία, χρήση πυροβόλων όπλων από αστυνομικούς και εκπαίδευσή τους σε αυτά" εισηγείται το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης. Το Σχέδιο Νόμου συντάχθηκε από ειδική νομοπαρασκευαστική Επιτροπή με τη συμμετοχή Εισαγγελέων, Καθηγητών Πανεπιστημίου και Αξιωματικών της Αστυνομίας, η οποία συστάθηκε με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, κ. Μιχάλη Χρυσοχοϊδη, στις 15 Ιανουαρίου 2002 και ολοκλήρωσε τις εργασίες της στις 27 Μαΐου 2002.
Το προτεινόμενο σχέδιο νόμου αποτελεί ένα σύγχρονο νομοθέτημα που θα αντικαταστήσει το ανεπαρκές και συγκεχυμένο υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο. Ο Νόμος 29/1943 που ισχύει μέχρι σήμερα, χωρίς να έχει επιχειρηθεί οποιαδήποτε προσαρμογή του προς τις βασικές δικαιοπολιτικές επιλογές του δημοκρατικού πολιτεύματος κατά τα εξήντα σχεδόν χρόνια που πέρασαν από τη θέσπισή του, περιέχει διατάξεις που έχουν έντονα επικριθεί ως ατελείς, αναχρονιστικές και αντίθετες, σε πολλά σημεία, με το ισχύον Σύνταγμα και τις Διεθνείς Συμβάσεις.
Εξάλλου, οι γενικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα για την προσταγή, την άμυνα και την κατάσταση ανάγκης, δεν μπορούν από τη φύση και τον προορισμό τους να καλύψουν όλες τις περιπτώσεις επέμβασης της αστυνομίας με πυροβόλα όπλα.
Παράλληλα, η μετάλλαξη του εγκλήματος προς βιαιότερες μορφές, που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια και στη χώρα μας, προβάλλει έντονα το κοινωνικό αίτημα για άρτια και διαρκή εκπαίδευση των αστυνομικών στη χρήση των όπλων.
Το νέο σχέδιο νόμου εναρμονίζεται με το Σύνταγμα και τις Διεθνείς Συμβάσεις (Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, Κώδικας του Ο.Η.Ε. για τη συμπεριφορά των στελεχών που είναι επιφορτισμένα με το καθήκον επιβολής του νόμου – 1979 – και Βασικές Αρχές του Ο.Η.Ε. για τη χρήση βίας και όπλων από όργανα επιφορτισμένα με την επιβολή του νόμου-1990-) κατά την κατάρτισή του δε ελήφθησαν υπ` όψη οι σχετικές νομοθεσίες των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι ορισμένες διατάξεις του, υπερτερούν αισθητά του αντίστοιχου δικαίου πολλών Ευρωπαϊκών Χωρών σε πληρότητα, σαφήνεια και επιείκεια.
Ειδικότερα, το νομοσχέδιο κινείται σε τέσσερις βασικούς άξονες:
- Προϋποθέσεις Οπλοφορίας
- Χρήση όπλων
- Εκπαίδευση
- Αυστηρός έλεγχος – Ποινικές Κυρώσεις
1. Προϋποθέσεις Οπλοφορίας
Καθιερώνεται έλεγχος καταλληλότητας των αστυνομικών για οπλοφορία.
Καθιερώνεται, μαζί με τον έλεγχο της φυσικής, για πρώτη φορά και ο έλεγχος της ψυχικής καταλληλότητας των αστυνομικών από Επιτροπή Ψυχολόγων και Ψυχιάτρων. Προκειμένου να εξασφαλισθεί η τήρηση της διαδικασίας αυτής συνιστώνται τρεις νέες οργανικές θέσεις ψυχιάτρων και πενήντα πέντε νέες θέσεις ψυχολόγων της Αστυνομίας, για την στελέχωση της Υγειονομικής Υπηρεσίας και των Αστυνομικών Διευθύνσεων της χώρας με επαρκές και κατάλληλο επιστημονικό προσωπικό για τον έλεγχο της καταλληλότητας των αστυνομικών για οπλοφορία και την ψυχολογική υποστήριξή τους.
Με μεταβατικές διατάξεις, προβλέπεται διαδικασία υποβολής σε έλεγχο καταλληλότητας (ψυχοτεχνικές δοκιμασίες) όλων των αστυνομικών που ήδη υπηρετούν, μέσα σε μια πενταετία, ώστε να αποκλεισθούν οι μη κατάλληλοι προς τούτο.
Επίσης, προβλέπονται ρητά οι υπηρεσιακές καταστάσεις στις οποίες ο Αστυνομικός δεν δικαιούται να οπλοφορεί (υπηρεσίες γραφείου, μόνιμη διαθεσιμότητα, μακρά αναρρωτική άδεια, διαθεσιμότητα, αργία με πρόσκαιρη παύση, αργία με απόλυση).
Τέλος ρυθμίζονται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι αστυνομικοί επιτρέπεται να κατέχουν και να φέρουν ιδιωτικό ατομικό όπλο. Ειδικότερα, απαιτείται για το ιδιωτικό όπλο, άδεια αγοράς και άδεια κατοχής και οπλοφορίας και τίθενται γι΄ αυτό, οι ίδιοι περιορισμοί που ισχύουν και για τον υπηρεσιακό ατομικό οπλισμό.
2. Χρήση όπλων
Ρυθμίζονται με σαφήνεια οι προϋποθέσεις χρήσης των όπλων από το στάδιο της προειδοποίησης μέχρι τον πυροβολισμό.
Ορίζονται οι προϋποθέσεις πρόταξης του πυροβόλου όπλου από τον αστυνομικό.
Για κάθε περίπτωση χρήσης πυροβόλου όπλου εφαρμόζονται οι αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας. Η αναγκαιότητα της χρήσης συνίσταται στην υποχρέωση του αστυνομικού να μην κάνει χρήση πυροβόλου όπλου πριν εξαντλήσει όλα τα ηπιότερα μέσα και, αν χρειασθεί να γίνει χρήση πυροβόλου όπλου, να επιλεγεί η ηπιότερη μορφή χρήσης αυτού με τη μικρότερη δυνατή και αναγκαία προσβολή. Δεν πρέπει δηλαδή η χρήση του όπλου να είναι υπέρμετρα βλαπτική, έστω και αν είναι η μόνη αποτελεσματική.
Σε κάθε περίπτωση πάντως ο αστυνομικός οφείλει να κάνει γνωστή την ιδιότητά του και να καταστήσει σαφές ότι προτίθεται να χρησιμοποιήσει όπλο, δίνοντας επαρκή χρόνο ανταπόκρισης, εκτός αν αυτό θα τον έθετε σε αδικαιολόγητο κίνδυνο ή θα έθετε σε κίνδυνο ζωής ή σοβαρής βλάβης άλλα άτομα ή θα ήταν σαφώς ακατάλληλο ή μάταιο υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες.
Καθιερώνεται κλιμάκωση της χρήσης των όπλων ανάλογα με τη βαρύτητα της προσβολής, δηλαδή:
- Εκφοβιστικός πυροβολισμός
- Πυροβολισμός κατά πραγμάτων
- Πυροβολισμός ακινητοποίησης
- Πυροβολισμός εξουδετέρωσης
Ειδικότερα αναφέρονται περιοριστικά οι περιπτώσεις κατά τις οποίες επιτρέπεται πυροβολισμός ακινητοποίησης. Οι περιπτώσεις αυτές αφορούν έγκλημα συνδεόμενο με άμεσο κίνδυνο προσώπου ή με έγκλημα που τελείται με ένοπλη επίθεση, είτε αφορούν την αντιμετώπιση ενόπλων όταν συντρέχει συγκεκριμένος κίνδυνος προσώπου.
Περαιτέρω καθορίζονται οι περιπτώσεις κατά τις οποίες επιτρέπεται πυροβολισμός εξουδετέρωσης. Αυτές αφορούν αποκλειστικά την αυτοάμυνα ή την άμυνα υπέρ τρίτων (απόκρουση επίθεσης με επικείμενο κίνδυνο θανάτου ή βαριάς σωματικής βλάβης και διάσωση ομήρων, για τους οποίους απειλείται τέτοιος κίνδυνος).
Τέλος προσδιορίζονται ρητά οι περιπτώσεις κατά τις οποίες απαγορεύεται πυροβολισμός ακινητοποίησης ή εξουδετέρωσης. Συγκεκριμένα, απαγορεύεται πυροβολισμός:
- εναντίον προσώπου, όταν υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να πληγεί οποιοσδήποτε αμέτοχος τρίτος,
- εναντίον ενόπλου πλήθους, όταν υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να πληγούν άοπλοι, που συμμετέχουν ή όχι στο πλήθος,
- εναντίον ανηλίκου κάτω των 18 ετών, εκτός αν ο πυροβολισμός συνιστά το μοναδικό μέσο για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου θανάτου,
- εναντίον προσώπου που απλώς τρέπεται σε φυγή, για να αποφύγει νόμιμο έλεγχο.
3. Εκπαίδευση
Δίδεται ιδιαίτερη έμφαση στην εκπαίδευση των αστυνομικών στα όπλα.
Προβλέπεται η συστηματική βασική και συντηρητική εκπαίδευση των αστυνομικών, καθ` όλη τη διάρκεια της υπηρεσίας τους, στο χειρισμό και στη χρήση των όπλων.
Ρυθμίζονται τα θέματα εκπαίδευσης στην Οπλοτεχνική και στη Σκοποβολή.
Για πρώτη φορά ορίζεται ότι η ικανότητα χρήσης του οπλισμού συνιστά αναγκαία προϋπόθεση για να γίνει κάποιος Αστυνομικός. Η αποτυχία στο μάθημα της Οπλοτεχνικής και της Σκοποβολής συνεπάγεται πλέον την αποβολή από τη Σχολή Αξιωματικών και από τη Σχολή Αστυφυλάκων.
Η εκπαίδευση στη χρήση των όπλων γίνεται τόσο υπό συνθήκες πραγματικών καταστάσεων, όσο και υπό συνθήκες προσομοίωσης με ειδικά μηχανήματα.
Για την κάλυψη των αναγκών εκπαίδευσης, ιδρύονται και λειτουργούν σε κάθε νομό κλειστά ή ανοικτά σκοπευτήρια.
4. Ελεγχος – Ποινικές Κυρώσεις
Ελέγχεται και τιμωρείται αυστηρά η πλημμελής φύλαξη και η παράνομη χρήση του όπλου από αστυνομικό.
Ειδικότερα προβλέπονται αυστηρές κυρώσεις κατά των αστυνομικών για :
- πλημμελή φύλαξη του όπλου,
- παράνομη παράδοση αυτού σε τρίτους,
- παράνομη κατοχή και οπλοφορία,
- παράνομη απειλή με πυροβόλο όπλο και
- παράνομη χρήση αυτού.
Τέλος περιορίζεται μόνο το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 23 του Ποινικού Κώδικα (υπέρβαση της άμυνας) στις περιπτώσεις που ο αστυνομικός χρησιμοποιεί πυροβόλο όπλο από φόβο.