«Τρία χρόνια λειτουργίας Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων.»
Με το Ν. 2713/1999, συστάθηκε στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης αυτοτελής ειδική αστυνομική υπηρεσία, υπαγόμενη απευθείας στον Αρχηγό της Ελληνικής Αστυνομίας, η οποία ονομάζεται « Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων » και έχει έδρα το Νομό Αττικής. Παράρτημα της Υπηρεσίας αυτής λειτουργεί στη Βόρεια Ελλάδα, με έδρα το νομό Θεσσαλονίκης και ονομάζεται « Υποδιεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων Βόρειας Ελλάδας ». Αφετηριακή ημερομηνία δράσης ήταν, για την Διεύθυνση η 26-10-1999, ενώ για την Υποδιεύθυνση η 10-3-2000.
Η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων έχει ως αποστολή τη διερεύνηση, εξιχνίαση και δίωξη, σε όλη την επικράτεια, των εγκλημάτων που διαπράττουν ή συμμετέχουν αστυνομικοί όλων των βαθμών και προβλέπονται από τις διατάξεις :
(1) των άρθρων 134 ? 137Δ, 216 ? 222, 235 ? 246, 252 ? 263 Α, 322 ? 324, 336 ? 353, 372 ? 399 και 402 ? 406 του Ποινικού Κώδικα.
(2) της νομοθεσίας για τα ναρκωτικά, τα παίγνια, τα όπλα, τις αρχαιότητες, τη λαθρεμπορία και τους αλλοδαπούς.
Σύμφωνα με το άρθρο 3 του παραπάνω Νόμου, η προανάκριση και η προκαταρκτική εξέταση που ενεργείται από τη Διεύθυνση και από την Υποδιεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων εποπτεύεται από τους εισαγγελείς εφετών Αθηνών και Θεσσαλονίκης, αντίστοιχα.
Η ιδέα τελικά για την σύσταση μιας εξειδικευμένης υπηρεσίας έρευνας και δίωξης παραβατικών συμπεριφορών, που εκδηλώνονται από αστυνομικούς, εδράζεται στο πνεύμα αυτοκάθαρσης που χαρακτηρίζει την Ελληνική Αστυνομία και όχι το ότι η Αστυνομία παρουσιάζει περισσότερα κρούσματα τέτοιων συμπεριφορών από άλλους κλάδους της διοικητικής λειτουργίας.
Η δραστηριότητα που εκδηλώθηκε στα τρία και πλέον χρόνια λειτουργίας είχε διττό στόχο, να λειτουργήσει αποθαρρυντικά και κατασταλτικά για τους επιλήσμονες του καθήκοντος αστυνομικούς, ενώ ως προς τους πολίτες να παγιώσει τη βεβαιότητα, ότι η Αστυνομία δεν αποτελεί χώρο στον οποίο είναι ανεκτές οι έκνομες συμπεριφορές του προσωπικού της, αλλά αποτελεί Σώμα το οποίο θεωρεί ότι η αυστηρά σύννομη λειτουργία και δράση με την απαραίτητη κοινωνική και ανθρώπινη ευαισθησία, είναι υποχρεωτικά μονόδρομος, στην εκτέλεση του υπηρεσιακού καθήκοντος.
Παρά την αρχική επιφυλακτικότητα, αναφορικά με τη θετική έκβαση του εγχειρήματος, η Υπηρεσία πλέον εισπράττει την επιδοκιμασία και την εμπιστοσύνη των πολιτών, της συντριπτικής πλειοψηφίας των συναδέλφων αστυνομικών, των δικαστικών κύκλων, τα ευμενή σχόλια του πολιτικού κόσμου και τις θετικές αναφορές των ΜΜΕ. Η απόλυτη όμως επιβράβευση προήλθε από την Ειδική Μόνιμη Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής των Ελλήνων, καθώς και από την GRECO (Ομάδα Κρατών κατά της Διαφθοράς) του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Η θεσμική και ηθική καταξίωση των προσπαθειών της Υπηρεσίας, σχηματοποιήθηκε πλήρως στο νομοθέτημα 3103/03, με το οποίο προβλέπεται η επέκταση των αρμοδιοτήτων της Υπηρεσίας και ως αποστολή έχει πλέον και τη διερεύνηση εξιχνίαση και δίωξη σε όλη την επικράτεια των εγκλημάτων της Δωροδοκίας και της Εκβίασης, που διαπράττουν ή συμμετέχουν σε αυτά υπάλληλοι και λειτουργοί του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Τελικά η δράση που εκδηλώθηκε και οι πρωτοβουλίες που λήφθηκαν στα τρία χρόνια λειτουργίας από την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων, κατέρριψαν το μύθο ότι, η διαφθορά είναι τόσο διαβρωτική και σύνθετη, που είτε δε δύναται να αντιμετωπισθεί είτε η προσπάθεια που πρέπει να καταβληθεί προϋποθέτει τόσο γενναίες τομές, που στην ουσία είναι απίθανο να συμβεί. Καταδείχθηκε ότι, με τη θέσπιση του απαιτούμενου νομοθετικού πλαισίου και την σύσταση ειδικών υπηρεσιών, άρτια οργανωμένων και στελεχωμένων, δύναται η προσπάθεια καταπολέμησης της διαφθοράς, σε όποια μορφή και έκταση αυτή εκδηλώνεται να έχει θετικά αποτελέσματα.
ΟΜΙΛΙΑ κ. ΥΠΟΥΡΓΟΥ
Η βούληση της Κυβέρνησης για την πάταξη του φαινομένου της διαφθοράς είναι δηλωμένη, ισχυρή και διαρκής. Και κυρίως όχι μόνο θεωρητική.
Πριν από τρία περίπου χρόνια, όταν ιδρύθηκε η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που εξέφρασαν το σκεπτικισμό και την αμφιβολία τους για το αποτέλεσμα της προσπάθειας αυτής. Σήμερα, όλοι συμφωνούν ότι η προσπάθεια αυτή είχε αποτελέσματα.
Η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας, αποτελεί την καλύτερη απόδειξη, ότι η διαφθορά δεν αποτελεί έναν ανίκητο αντίπαλο με μυθικές διαστάσεις αλλά ένα έκνομο φαινόμενο, το οποίο με τη σταθερή βούληση ελέγχου του, τη μεθοδική και επίμονη δουλειά, τη στοχοθεσία και την κατάλληλη στρατηγική, μπορεί να περιορισθεί σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, απ? ότι ίσως μπορεί να περίμενε κανείς.
Είμαστε σε θέση να υποστηρίξουμε ότι η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας, αποτελεί μια υπηρεσία-πρότυπο λειτουργίας και αποτελεσματικότητας. Κι αυτό δεν είναι κάτι που το λέμε μόνο εμείς, ως Υπουργείο Δημόσιας Τάξης. Η Ειδική Μόνιμη Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας του Ελληνικού Κοινοβουλίου, καθώς και η ομάδα GRECO (Ομάδα Κρατών κατά της Διαφθοράς) του Συμβουλίου της Ευρώπης, σε εκθέσεις τους, αναγνωρίζουν την επιτυχία και την αποτελεσματικότητα της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας.
Αναγνώριση όμως της μέχρι στιγμής επιτυχίας αυτής, αποτελεί και η επέκταση των αρμοδιοτήτων της συγκεκριμένης Υπηρεσίας στον ευρύτερο χώρο της Δημόσιας Διοίκησης, σχετικά με συγκεκριμένα αδικήματα, όπως θεσμοθετήθηκε με τον πρόσφατο Ν. 3103/29-1-2003. Αναγνώριση αλλά και πρόσθετες ευθύνες.
Δεν θα ήθελα να επεκταθώ λεπτομερώς στον απολογισμό των επιχειρησιακών επιτυχιών της Υπηρεσίας, αυτό εξάλλου θα το κάνουν τα καθ? ύλη αρμόδια στελέχη, που θα σας παρουσιάσουν οι ίδιοι τη δουλειά τους, αμέσως στη συνέχεια. Αυτό όμως στο οποίο θα ήθελα να επικεντρώσουμε τη σκέψη μας για λίγο, είναι στο γιατί η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων αποτελεί έναν επιτυχή και αποτελεσματικό μηχανισμό. Και οι απαντήσεις που μπορώ να δώσω είναι οι εξής:
–Γιατί έδρασε τολμηρά και με υπευθυνότητα, χαράζοντας νέου τύπου στρατηγικές οργάνωσης και πρωτοποριακές μεθόδους λειτουργίας, σε ένα τομέα στον οποίο δεν υπήρχε κανενός είδους πρότερη τεχνογνωσία.
-Γιατί απέφυγε την παγίδα να μετατραπεί σε ένα μηχανισμό «καταγραφής συμβάντων» και «διαπίστωσης του φαινομένου» της διαφθοράς, μη παρέχοντας κανένα ουσιαστικό έργο για τον Πολίτη. Αντιθέτως κινήθηκε με καινοτόμο τρόπο, φέρνοντας ορατά και μετρήσιμα αποτελέσματα και οδήγησε στην καλλιέργεια κλίματος εμπιστοσύνης με τους Πολίτες.
–Γιατί απέφυγε το να αποτελέσει ένα στείρο, διωκτικό «μηχανισμό-φόβητρο» για τις υπόλοιπες αστυνομικές υπηρεσίες. Σε συνεννόηση και συνεργασία με τους διοικούντες των άλλων τμημάτων, καλλιέργησε ένα κλίμα αλληλοβοήθειας και υποστήριξης στο έργο τους, το οποίο λειτούργησε αποτελεσματικά και για τις δύο πλευρές.
–Γιατί διατήρησε τα απαραίτητα υπηρεσιακά και επιχειρησιακά αντανακλαστικά της, για τη διαπίστωση και τη δίωξη των έκνομων συμπεριφορών και δεν επαναπαύτηκε στην επιτυχία και την επιβράβευση.
-Για να δράσει ασύντακτα και σπασμωδικά αλλά αντιθέτως παρήγαγε διαρκώς στρατηγική και αξιολογούσε τα αποτελέσματά της, βάσει της επιχειρησιακής ανάλυσης των εκάστοτε δεδομένων.
-Γιατί τέλος, έδρασε συνολικά με ορθολογικό τρόπο και πίστη στη νομιμότητα, προασπίζοντας το Δημόσιο Συμφέρον χωρίς «εκπτώσεις» και «συμψηφισμούς», έχοντας πάντα ως γνώμονα το απαραίτητο μέτρο της ανθρώπινης και κοινωνικής ευαισθησίας.
Ως Κυβέρνηση και ως Υπουργείο Δημόσιας Τάξης δεν θέλουμε να τρέφουμε αυταπάτες και ψευδαισθήσεις, ότι μια και μόνη Υπηρεσία ? όσο επιτυχημένη κι αν είναι αυτή, όπως η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων ? είναι σε θέση από μόνη της να εξαλείψει παντελώς το φαινόμενο της διαφθοράς στο Δημόσιο Τομέα. Κάτι τέτοιο, θα έθετε σε κίνδυνο τη σοβαρότητα της βούλησής μας για την αντιμετώπιση του φαινομένου και θα αποτελούσε ένδειξη απαράδεκτης άγνοιας των δυνατοτήτων. Θέλουμε να τοποθετούμε ρεαλιστικούς και εφικτούς στόχους, που να παράγουν ορατά σε όλους και μετρήσιμα αποτελέσματα, ώστε με μεθοδικότητα να είμαστε σε θέση να αξιολογούμε τη δράση μας και να βελτιωνόμαστε ως προς τις υπηρεσίες που οφείλουμε να παρέχουμε στον Πολίτη.
Αυτά που για μας αποτελούν εφικτούς στόχους και τα τοποθετούμε ως τον ελάχιστο «πήχη» της δράσης μας, είναι τα εξής:
1.– Η σταθερή βούληση μας για την πάταξη του φαινομένου της διαφθοράς.
2.– Η διατήρηση ενός υψηλού επιπέδου επαγρύπνησης αναφορικά με το πρόβλημα.
3.– Η άμεση ετοιμότητα στην παρακολούθηση ενός φαινομένου, του οποίου η μετάλλαξη αποτελεί εγγενές χαρακτηριστικό, όπως συμβαίνει με την περίπτωση της διαφθοράς.
4.– Η έγκαιρη θωράκιση όλων των ευάλωτων διαδικασιών του Δημοσίου Τομέα και ο αποκλεισμός όλων των δυνατοτήτων αυτόνομης δράσης των κρατικών λειτουργών με σκοπό το παράνομο όφελος και το χρηματισμό.
5.– Η εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης στους Πολίτες και ασφάλειας στις συναλλαγές τους με το Δημόσιο Τομέα.
Θα πρέπει όλοι να κατανοήσουν ότι τα πράγματα πλέον θα αλλάξουν ως προς τους μηχανισμούς ελέγχου της υπηρεσιακής δράσης στο Δημόσιο Τομέα. Και αυτό δεν αποτελεί «απειλή» για τους κρατικούς λειτουργούς. Αντίθετα, οι κρατικοί λειτουργοί πρέπει να προστατευθούν από την ύπαρξη μιας επίορκης μειοψηφίας, η οποία αμαυρώνει τη συνολική εικόνα του Δημόσιου τομέα. Πρέπει να επικρατήσει μία νέα νοοτροπία η οποία θα στηρίζεται στη βάση του σεβασμού του Πολίτη αλλά και του κρατικού λειτουργού. Αυτή η νέα νοοτροπία είναι ανάγκη να γίνει κατανοητή και αισθητή από τους ίδιους τους Πολίτες, οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις θεωρούν την ύπαρξη της διαφθοράς ως «αναγκαίο κακό» και «δεδομένο στοιχείο του περιβάλλοντος» στις συναλλαγές τους με το Δημόσιο Τομέα, με αποτέλεσμα να συντονίζουν και αυτοί τη συμπεριφορά τους, με την έκνομη συμπεριφορά συγκεκριμένων ελάχιστων δημόσιων λειτουργών.
Αυτό είναι και το ουσιαστικό νόημα αλλά και το μήνυμα της επέκτασης των αρμοδιοτήτων της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων στον ευρύτερο Δημόσιο Τομέα και για συγκεκριμένα αδικήματα όπως αυτά της δωροδοκίας και της εκβίασης. Ως προς το πεδίο αυτό, με τη νέα νομοθετική ρύθμιση η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων, θα έχει σαφώς διακριτές και συγκεκριμένες αρμοδιότητες, οι οποίες δεν θα επικαλύπτονται από τις αρμοδιότητες των ομόλογων Υπηρεσιών ανά Υπουργείο και θα βρίσκονται απόλυτα συντονισμένες στη δράση τους, με τις αρμοδιότητες του Γενικού Επιθεωρητού Δημόσιας Διοίκησης.
Παράλληλα από το άλλο μέρος, δεν θίγεται η αυτοτέλεια της ίδιας της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων, η οποία επιπροσθέτως θα εποπτεύεται ad hoc από Εισαγγελέα Εφετών, για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, η οποία αφορά αποκλειστικά ζητήματα ποινικής παραβατικότητας αστυνομικών και υπαλλήλων του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα.
Έχουμε την ικανότητα να αναγνωρίζουμε την επιτυχημένη δουλειά, να επιβραβεύουμε τη μεθοδικότητα και την αποτελεσματικότητα και δεν διστάζουμε να εφαρμόζουμε και να επεκτείνουμε τα επιτυχημένα μοντέλα δράσης, όπου και όταν αυτό χρειάζεται. Η διαφθορά στο Δημόσιο Τομέα, δεν αποτελεί έναν αόρατο εχθρό και ο περιορισμός της δεν αποτελεί «δονκιχωτική» επιδίωξη. Πρόκειται για ένα συγκεκριμένο πρόβλημα που έχει μεγάλη παράδοση στη χώρα μας, αλλά υπάρχει σήμερα η δυνατότητα να το αντιμετωπίσουμε, γιατί έχει ωριμάσει στη συνείδηση της κοινωνίας η πεποίθηση ότι δεν μπορούμε να πορευτούμε στον 21ο αιώνα με τις πρακτικές του 18ου αιώνα. Θα δώσουμε τη μάχη μαζί με τους κρατικούς λειτουργούς και μαζί με τους πολίτες.
Και τη μάχη αυτή θα την κερδίσουμε.
Χωρίς εύκολες δημαγωγίες, χωρίς υπερβολές, χωρίς τυμπανοκρουσίες.
Αλλά με βούληση, με στρατηγική και επιμονή.
Ο πόλεμος κατά της διαφθοράς, είναι ένας πόλεμος που μπορεί και πρέπει να κερδηθεί.
Αυτό επιβάλλει ο σεβασμός στους εαυτούς μας ως πολίτες μια σύγχρονης και δημοκρατικής χώρας, όπως η Ελλάδα.-
Δ/νση Εσωτερικών Υποθέσεων | |
Λ. Συγγρού 83 – Αθήνα Τ.Κ. 117 45
| |
Τηλεφωνικό Κέντρο | 210 ? 9285100 |
Fax |
210 ? 9248843 / 9248788 |
Εmail |
dey@free mail. gr dey1@otenet.gr |
Υποδιεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων Β. Ελλάδας
| |
Μοναστηρίου 241-ΘεσσαλονίκηΤ.Κ. 546 28
| |
Τηλεφωνικό Κέντρο |
2310 501281 |
Fax |
2310 548690 |
|