Κυρίες και Κύριοι,
Θα ήθελα αρχικά να ευχαριστήσω την ΟΝΝΕΔ και όλους όσους συνέβαλαν στην οργάνωση της σημερινής ημερίδας και να συγχαρώ τους οργανωτές για την επιλογή του θέματος της εκδήλωσης. Ενός θέματος που, εδώ και μια δεκαπενταετία, βρίσκεται στις πρώτες θέσεις του πολιτικού προβληματισμού όλων των ευρωπαϊκών κρατών, αλλά και στις πρώτες θέσεις του προβληματισμού της κοινής γνώμης.
Σήμερα, η Ευρώπη βρίσκεται σε ένα κομβικό σημείο τόσο σε σχέση με την πολιτική, όσο και σε σχέση με την κοινωνική της συγκρότηση και τη διαχείριση νέων φαινομένων, όπως η μετανάστευση, η οποία αποτελεί παγκόσμιο φαινόμενο.
Η τάση, βέβαια, να μεταναστεύουν οι άνθρωποι από μια χώρα σε μια άλλη δεν είναι κάτι νέο. Ωστόσο, η ανησυχία και ο μεγάλος προβληματισμός σε κυβερνήσεις και πολίτες, ιδιαίτερα των χωρών της ΕΕ, αποτελούν σήμερα αναμφισβήτητη πραγματικότητα. Γιατί, όμως συμβαίνει αυτό;
Ο πρώτος λόγος είναι ότι σήμερα πρόκειται για ένα νέο είδος μετανάστευσης πληθυσμών που αναζητούν με κάθε νόμιμο ή παράνομο τρόπο νέες πατρίδες και όχι για μια απλή μετανάστευση πρόσκαιρα εργαζομένων ατόμων.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει αναπτύξει ακόμη τους κατάλληλους μηχανισμούς αντιμετώπισης των μεταναστευτικών και προσφυγικών προβλημάτων. Αντίθετα, η πολιτική της χαρακτηρίζεται ως αντιφατική και ασυντόνιστη, η οποία δεν αρμόζει στις ιδιαιτερότητες του σημερινού προβλήματος.
Και όλα αυτά συμβαίνουν σε μια εποχή που η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ανάγκη από την προσέλευση εκατομμυρίων μεταναστών, προκειμένου να διατηρήσει τον πληθυσμό της σταθερό σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η Ελλάδα, σε αντίθεση με ορισμένες χώρες της ΕΕ που βίωσαν το φαινόμενο της μετανάστευσης εδώ και αρκετές δεκαετίες, βρέθηκε αντιμέτωπη ξαφνικά με μια μεγάλη μεταναστευτική ροή στις αρχές της δεκαετίας του ΄90, κυρίως εξαιτίας της κατάρρευσης του καθεστώτος των Ανατολικών χωρών. Έτσι, ήταν απροετοίμαστη, καθώς ελάχιστοι προέβλεψαν ότι μια χώρα που μέχρι χθες έστελνε μετανάστες σε άλλες χώρες, θα μετατρεπόταν η ίδια σε χώρα υποδοχής.
Είναι αλήθεια ότι η ελληνική οικονομία τα τελευταία χρόνια είχε το μέγεθος εκείνο, ώστε να μπορεί να δεχτεί την εισροή παράνομης και φτηνής εργασίας και αυτός ήταν ένας από τους λόγους της "ανοχής" και της "συναίνεσης" που έδειξε η ελληνική κοινωνία και ο κρατικός μηχανισμός απέναντι στους μετανάστες.
Ωστόσο, η παρουσία πολλών ξένων και «φτηνών» εργατών ερμηνεύτηκε από μεγάλα τμήματα του πληθυσμού σαν απειλή για τους Έλληνες εργαζομένους.
Πρόκειται όμως, στα αλήθεια για πραγματική απειλή ή είναι ένας μεγάλος μύθος ο ισχυρισμός ότι η μετανάστευση αυξάνει την ανεργία στην πατρίδα μας; Οι εμπειρικές έρευνες που έχουν γίνει -και είναι πολλές- έχουν αποδείξει ότι η μετανάστευση οδηγεί σε αύξηση της απασχόλησης. Κι αυτό συμβαίνει γιατί οι μετανάστες απασχολούνται κατά κύριο λόγο σε θέσεις εργασίας, για τις οποίες δεν υπάρχει επαρκής προσφορά από την πλευρά του εγχώριου εργατικού δυναμικού.
Ο ολοένα αυξανόμενος αριθμός των μεταναστών στην Ελλάδα, όπως είναι φυσικό, έκανε επιτακτική την ανάγκη για λήψη μέτρων. Με σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις επιδιώχθηκε η νομιμοποίηση των παράνομων μεταναστών που πληρούσαν συγκεκριμένες προϋποθέσεις, ενώ παράλληλα ελήφθησαν μέτρα για την αποτελεσματική διαχείριση των συνόρων μας.
Όμως, το φαινόμενο της «νέας μετανάστευσης» και οι συνέπειές του δεν είναι μόνο ένα θέμα εθνικό, ούτε μπορεί πλέον να αντιμετωπίζεται μεμονωμένα από κάθε κράτος χωριστά.
Απαιτείται μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική, η οποία δεν θα αναφέρεται σε πρακτικές ελέγχου και μόνον του φαινομένου, αλλά και σε πρακτικές που θα καταπολεμούν τις αιτίες της μετανάστευσης.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση καταβάλλει ήδη μεγάλες προσπάθειες για την καθιέρωση κοινής πολιτικής για την μετανάστευση και το άσυλο, με στόχο πάντα τη δημιουργία ενός ενιαίου χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Στη Σύνοδο του Τάμπερε το 1999 και στη Σεβίλλη το 2002 έγιναν τα πρώτα δειλά βήματα και τέθηκαν οι βάσεις μιας κοινής ευρωπαϊκής μεταναστευτικής πολιτικής.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Θεσσαλονίκης το 2003 συνέβαλε αποφασιστικά στη χάραξη μιας σφαιρικής πολιτικής με στόχο την ένταξη των υπηκόων τρίτων χωρών. Μάλιστα, με δεδομένο ότι η ένταξη συμβάλλει στην κοινωνική συνοχή και την οικονομική ευημερία, η πολιτική αυτή επεκτείνεται σε πολλούς τομείς, όπως είναι π.χ. η απασχόληση, η παιδεία, η εκμάθηση γλωσσών, η υγεία και οι κοινωνικές υπηρεσίες, τα ζητήματα στέγασης και οικισμού, καθώς και ο πολιτισμός και η συμμετοχή στην κοινωνική ζωή.
Σε συνέχεια της Θεσσαλονίκης, το Πρόγραμμα της Χάγης αναζήτησε τη δημιουργία ίσων ευκαιριών για την πλήρη κοινωνική συμμετοχή των υπηκόων τρίτων χωρών που διαμένουν μόνιμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Υπογράμμισε την ανάγκη στενότερου συντονισμού των εθνικών πολιτικών ένταξης και των πρωτοβουλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και καθόρισε τις βασικές αρχές στις οποίες θα πρέπει να στηρίζονται οι μελλοντικές πρωτοβουλίες της Ευρώπης
Σε ό,τι αφορά την οικονομική συμβίωση με τους μετανάστες ένα σημαντικό βήμα αποτελεί η Πράσινη Βίβλος που υποβλήθηκε πρόσφατα από την Επιτροπή.
Κυρίες και κύριοι,
η αναγκαιότητα της ειρηνικής συμβίωσης, της ένταξης και της ανοχής των μεταναστών στις τοπικές κοινωνίες των χωρών υποδοχής είναι πλέον γεγονός αδιαμφισβήτητο. Έχει αποδειχθεί ότι η μετανάστευση διαχρονικά συμβάλλει στην οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική άνοδο. Βέβαια, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι απέναντι στην αναγκαιότητα αυτή, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί ούτε να εφαρμόσει μια απλουστευμένη πολιτική «ανοικτών» και ανεξέλεγκτων συνόρων ούτε, όμως, και να μετατραπεί σε ένα κλειστό σύστημα.
Η Ελληνική πολιτεία αντιλαμβανόμενη τις προκλήσεις της εποχής θεωρεί ότι έφθασε η στιγμή για τον καθορισμό εθνικής στρατηγικής και πολιτικής για μια συνολική διαχείριση του φαινομένου με βάση το περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και την εμπειρία που έχει αποκτηθεί όλα αυτά τα χρόνια. Φυσικά, για να είναι εφαρμόσιμη και βιώσιμη η πολιτική αυτή θα πρέπει να είναι προϊόν όχι μόνο της συμφωνίας των πολιτικών κομμάτων αλλά και της κοινωνικής συναίνεσης, η οποία θα εξισορροπεί τις ανάγκες όλων των εμπλεκόμενων μερών.
Προ πάντων όμως σήμερα προέχει η συνειδητοποίηση ότι η αναγνώριση των δικαιωμάτων των μεταναστών και η ένταξή τους στη σημερινή Ελλάδα της Ευρώπης αποτελεί την πιο σημαντική πρόκληση. Εάν δεν πετύχουμε την ισότιμη συμμετοχή των αλλοδαπών στην παιδεία, στην υγεία, στην νόμιμη εργασία και στην κοινωνική ασφάλιση οι άνθρωποι αυτοί θα οδηγούνται στον αποκλεισμό και στην περιθωριοποίηση, ενώ θα μεγιστοποιείται η δική μας ανασφάλεια. Βασική μας θέση είναι ότι δεν θέλουμε να δημιουργήσουμε «πολίτες δεύτερης κατηγορίας».
Στην προσπάθεια αυτή είναι αποφασιστικής σημασίας να συναντηθούν σε έναν εθνικό διάλογο ο ακαδημαϊκός λόγος, ο λόγος των μεταναστών, ο λόγος των πολιτών και της διοίκησης. Μόνο έτσι θα πετύχουμε μια μεταναστευτική πολιτική που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες της κοινωνίας, στις αρχές και τους στόχους της δημοκρατικής πολιτείας και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης
Σας ευχαριστώ