Σα 8 Φεβρουαρίου 25
ΑρχικήΠολύδωρας ΑρχείοΠολύδωρας 200702-06-2007: Επιστολή του Υπουργού Δημοσίας Τάξεως κ. Βύρωνα Πολύδωρα προς την εφημερίδα «Αδέσμευτος Τύπος»

02-06-2007: Επιστολή του Υπουργού Δημοσίας Τάξεως κ. Βύρωνα Πολύδωρα προς την εφημερίδα «Αδέσμευτος Τύπος»

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ
ΥΠΟΥΡΓΟΣ
                                                                            
                                                                                                                          Αθήνα, 15.V.’07
 
 
 
 
Προς
κ. Δημήτρη Κ. Σέργιο
Δημοσιογράφο
Εφημερίδα «Αδέσμευτος Τύπος»
 
 
 
Αγαπητέ Κύριε Δημήτρη Κ. Σέργιο,
 
Επιτρέψτε μου να σας εκθέσω κάποιες σκέψεις μου, εν είδει απολογίας, επί του ωραίου σημειώματός σας (Διαφορές «αγγαρείας» και «ποινής») της 14/5/’07.
 
Η πλαστική γλώσσα (σαν το πλαστικό φαγητό), αυτή που αποκαλούμε και ξύλινη, είναι ανούσια και άγευστη, μα πάνω απ΄όλα είναι κάτι σαν τείχος απομόνωσης. Οι άνθρωποι σήμερα και συνομιλούντες ακόμη, δεν επικοινωνούν μεταξύ τους. Διάλογος δεν γίνεται. Παράλληλοι μονόλογοι ακούγονται. Ή μάλλον, σε επίπεδο δημόσιου λόγου, αναγιγνώσκονται. Ομιλούν «από διφθέρας», δηλαδή από χειρογράφου, δήθεν για την ασφάλεια και ακρίβεια του λόγου. Κατ’ ουσίαν όμως, για να καλυφθεί η νοητική στειρότητα. Παλιά, ο κανονισμός της Βουλής απηγόρευε την ανάγνωση ομιλιών στους κοινοβουλευτικούς ρήτορες. Επέτρεπε μόνον να συμβουλεύονται τις σημειώσεις τους. Γιατί άραγε; Απλούστατα, για να κατοχυρώσει την αμεσότητα και την γνησιότητα του λόγου και κατ΄επέκταση την αυθεντικότητα του ρήτορος. Ότι δηλαδή, ομιλεί την δική του γλώσσα, με το δικό του ύφος και δεν αναγιγνώσκει λόγους που κάποιοι άλλοι (σύμβουλοι και λογογράφοι) του έγραψαν.
 
Αυτά όλα εξέλιπαν τα τελευταία χρόνια. Τα χρόνια της μεταπολίτευσης. Και ο πολιτικός λόγος κινείται στη σφαίρα της ξύλινης γλώσσας. Της άψυχης, της υπηρεσιακής, της σχεδόν δημοσιοϋπαλληλικής και γραφειοκρατικής.
  
Οι ρήτορες δεν παράγουν κραδασμούς. Οι ακροατές δεν λαμβάνουν κυματισμούς. Το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο είναι ανύπαρκτο. Ένα κενό επικοινωνιακής νύστας συνδέει τον ομιλητή με το ακροατήριο. Όλοι πάσχουν από συναισθηματική «ανορεξία». Κάτι σαν «σνομπαρία» εξάγεται. Σαν τους συνηγόρους εξ επαγγέλματος. Σαν τους χειριστές ξένης υποθέσεως.  Και αν κάποιος βάλει δύο «δράμια» συναίσθημα, ψυχή ή ποίηση στον λόγο, τότε κρίνεται γραφικός, παρορμητικός,  μη  πολιτικώς  ορθός. ?ξιος λιθοβολισμού.
 
`Αλλη  ιστορία  αυτή πάλι, του πολιτικώς ορθού. Να μην διαφωνήσει κανείς με κανένα. Να επιδίδονται οι πάντες σε καλούς τρόπους. Σε Γαλατικές ευγένειες και ατέλειωτες υποκρισίες. Όμως, πολιτική δεν είναι τίποτ΄άλλο παρά η διαχείριση της διαφωνίας ή ακόμη και της σύγκρουσης. Οι ομοφωνίες δεν είναι το πρόσφορο πεδίο της πολιτικής. Είναι και σπάνιο φαινόμενο στις κοινωνίες όπως και στη φύση. Έτσι, όταν κάποιος ξεφύγει από τα λεκτικά «κλισσέ» θεωρείται ότι διαπράττει έγκλημα καθοσιώσεως.
 
Τότε από όλους τους συμβιβασμένους και τους κονφορμιστές σημαίνει συναγερμός. «Μας προκαλεί, πώς τολμά; Πώς τολμά να πει αυτά που δεν τολμούμε εμείς όλοι; Εμείς, που έχουμε οργανώσει τον πολιτικό μας λόγο με μονότονες, ανιαρές πλην και σιγουρατζίδικες και βολικές επαναλήψεις των λόγων των προυχόντων της πολιτικής ιεραρχίας και των άλλων «γκουρού» της επικοινωνίας; Πώς τολμά να λέει ότι θα γκρεμίσει τον ναό και θα τον χτίσει σε τρεις ημέρες; Πώς τολμά, ενώ πεθαίνει από το κώνειο, να θυμίζει στον Κρίτωνα πως χρωστούν έναν αλέκτορα στον Ασκληπιό;»
 
Απαγορεύονται αλληγορίες, μεταφορές, παρομοιώσεις, αναφορές στα κλασσικά γράμματα, στο Ευαγγέλιο, στην Παλαιά Διαθήκη, στην λαϊκή παράδοση, στην ποίηση. Απαγορεύονται δια ροπάλου. Το πολύ-πολύ να επιτραπεί η χρήση κάποιου αριστερούλικου «τσιτάτου» είτε των αρχιερέων Μαρξ και Λένιν είτε κάποιων από τους αγίους του αποκαθηλωμένου πλέον εικονοστασίου της αριστεράς.
 
Το κυρίαρχο ζήτημα που προβάλλει απειλητικά είναι διττό: Μη μιλάς και προ παντός μη σκέπτεσαι διαφορετικά. Μη χαλάς την «πιάτσα» των τυποποιημένων εκφράσεων, την ομοιομορφία των επικοινωνιακών μέσων και τρόπων.
  
Η δουλικότητα προς όσους «δυνάστες» ορίζουν αυτάρεσκα τον εαυτό τους ως γλωσσοπλάστες, ως λογοκριτές, ως υφολόγους και δασκάλους είναι ο τρόπος που υπαγορεύεται από όλα τα κέντρα. Πρέπει όλοι να συμμορφωθούμε προς το δεδομένο γλωσσικό ύφος του συρμού. Χωρίς εξαίρεση. Ιδιοτυπίες, ιδιομορφίες, ιδιοπροσωπίες τίθενται αυτομάτως εκτός νόμου.
 
Όποιος ελέγχει την γλώσσα και την επικοινωνία ελέγχει την πολιτική και την κοινωνική ζωή. Όποιος δεν υπακούει στην κυρίαρχη «επικοινωνιακή νόρμα και μανιέρα» τίθεται στην απομόνωση της «μεντιακής» σπιναλόγκας. Και γίνεται θύμα ομαδικού γιουχαΐσματος και βορά στο τηλεοπτικό λυντσάρισμα. Τίποτα το νέο. Τα περιγράφει όλα προφητικά και με ακρίβεια ο Τζώρτζ Όργουελ στο «1984»
 
Να μην ξεχνούμε πώς έχει χωροθετηθεί η πολιτική σκηνογραφία: Κάτω, χαμαί, οι καταπτυόμενοι αδιαμαρτύρητα πολιτικοί. Ο ονειδισμός, η λοιδορία, η περιφρόνηση θεωρούν και αποδέχονται οι «πονηροί πολιτευτές» πως είναι το τίμημα που πρέπει να καταβληθεί στους αφ΄υψηλού λογοκριτές και φασίζοντες αντιπάλους τους για να υπάρξουν πολιτικά.  Η αξιοπρέπεια, η όρθια στάση, η υπερηφάνεια, ο «ασκητικός εγωϊσμός» που έλεγε και ο Φώτης Κόντογλου, πρέπει να τοποθετηθούν στο ράφι των αζήτητων, των αχρήστων, των επικίνδυνων ουσιών εν τέλει.
 
Αρνούμαι αυτή τη συνταγή πολιτικής επιβίωσης. Χίλιες φορές να πεθάνω. Αδούλωτος, ελεύθερος.
 
Ευχαριστώ που δεν με παρανοήσατε απολύτως.-
 
 
                                                                                                    Βύρων Γ. Πολύδωρας

Σχετικό άρθρο

Τελευταίες Αναρτήσεις